Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μιλά για «τα ψηλά τ’ απάτητα βουνά»

Στο πλαίσιο της εργασίας «Η θέαση των ορεινών περιοχών μέσα απ’ την ελληνική δισκογραφία 2000-2021» για το μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Περιβάλλον και Ανάπτυξη των Ορεινών Περιοχών», του μεταπτυχιακού φοιτητή Βασίλη Μανέλα (στιχουργός ο ίδιος), ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έδωσε την παρακάτω συνέντευξη, τόσο πλούσια σε περιεχόμενο για όσους αγαπούν τα βουνά και όχι μόνο.

 Ίσως είναι ο καλλιτέχνης με τις περισσότερες αναφορές σε ορεινές περιοχές και τις περισσότερες καταγεγραμμένες ντοπιολαλιές στο σύγχρονο τραγούδι. Στα τραγούδια του δεν υπάρχουν σύνορα, φτάνουν απ’ τον Θεσσαλικό κάμπο μέχρι την κοιλάδα του Λιβάνου και ο ίδιος σημειώνει πως «όσο πιο τοπικός- στην τέχνη- τόσο πιο παγκόσμιος». Σύγχρονος αναχωρητής, ζώντας στις παρυφές του Ολύμπου εδώ και αρκετά χρόνια, μοιάζει να ισορροπεί ανάμεσα στη δημιουργία και την επαφή με τον «έξω κόσμο». Άλλωστε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, η φύση σου προσφέρει το μέτρο ώστε να μην είσαι αμετροεπής.

Επικοινωνήσαμε μαζί του την περίοδο των απαγορεύσεων, στη μια γραμμή η ησυχία του χωριού και στην άλλη η παράδοξη ησυχία της πόλης του lockdown. Η συζήτηση εξελίχθηκε σε αλληλογραφία. Μιλήσαμε για τα βουνά, τον σύγχρονο άνθρωπο, την τέχνη, την οικολογία, την αποκέντρωση και το στούντιο ηχογραφήσεων «Αχός», στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε τους παράγοντες που συντελούν στην παρουσία του βουνού μέσα στα τραγούδια του.

Πλέον είσαι μόνιμος κάτοικος ορεινής περιοχής. Τι σε οδήγησε στην απόφαση αυτή και τι εισπράττεις απ΄ την μέχρι τώρα ζωή του ορεσίβιου;

Η ομορφιά του περιβάλλοντος πρώτιστα και μαζί με αυτό, το δροσερό κλίμα, η ησυχία και η πεποίθησή μου ότι η φύση σου προσφέρει το μέτρο ώστε να μην είσαι αμετροεπής.

Έχω δει φοβερές εικόνες του φυσικού περιβάλλοντος, ζώα και οργανισμούς που δεν θα μπορούσα αλλιώς να τα αντικρίσω (π.χ. αγριόγατα) και ακούω τον ήχο του ανέμου που βγαίνει μέσα από το δάσος και μού προσφέρει περισσότερη αυτογνωσία από οτιδήποτε άλλο.

Στη δισκογραφία σου σ’ έχει απασχολήσει έντονα η φύση. Στους στίχους υπάρχουν αναφορές στο Αραράτ, τη Βάλια Κάλντα, το Ασπρομόντε, τον Βόρα, το Γκουνταμάνι. Βουνά, δάση, ποταμοί, άνεμοι κα ποικιλίες δέντρων παρελαύνουν στα γραπτά σου. Πως έχουν επιδράσει μέσα σου όλα τα παραπάνω και ποιο είναι το φίλτρο μέσα απ’ το οποίο βγαίνουν στην τέχνη σου; Πως προέκυψε η ανάγκη να γράφεις για βουνά;

Στην τέχνη πορεύομαι χωρίς να αναρωτιέμαι, απλώς πράττω. Ίσως βέβαια, πίσω από όλες αυτές τις αναφορές μου στο φυσικό περιβάλλον να κρύβεται η αγωνία μου για την καταστροφή του, που μοιάζει αναπόφευκτη αλλά και το δικό μου τέλος, που θα πάρει μπρος από τα μάτια μου τόση ομορφιά. Ίσως προσπαθώ να φτιάξω μια μικρή κιβωτό εικόνων και λέξεων γι αυτό που χάνεται. Η σχετική προτίμησή μου στα βουνά οφείλεται μάλλον στον τόπο καταγωγής μου και των προγόνων μου.

Το στούντιο ηχογραφήσεων "Αχός" βρίσκεται στο Μεγαλόβρυσο Αγιάς, σε υψόμετρο 650m, μέσα σε δάσος του Κισσάβου και με θέα στο Αιγαίο. Θα μπορούσε να είναι μια επένδυση στο κέντρο της αγοράς με μεγαλύτερη κερδοφορική επίδοση. Παρ’ όλα αυτά «επιχείρησες» σε μια ορεινή περιοχή με 300 μόνιμους κατοίκους. Τι είναι αυτό που συνδέει ένα σύγχρονο στούντιο ηχογραφήσεων, την κίσσα και την οξιά; Πως αντιλαμβάνεσαι την «ανάπτυξη» στις ορεινές περιοχές;

Νομίζω ότι τελικά δεν επιλέγουμε εμείς τα μέρη που ζούμε και εργαζόμαστε αλλά, αντιθέτως, εκείνα μας επιλέγουν.

Είναι δε τέτοια η φύση της δραστηριότητάς μου που μπορώ να την εξασκήσω από όπου θέλω. Σίγουρα η επένδυση σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων πάνω στον Κίσσαβο  δεν έγινε με όρους επιχειρηματικούς αλλά με την αποκοτιά του ανθρώπου που θέλει να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Στο υπόβαθρο, υπάρχει και η άποψη που έχω για τα πράγματα:

Σε ψυχολογικό επίπεδο, ότι ξεφεύγει από το μέτρο-κυριολεκτώντας- του ανθρώπου, τον καταδυναστεύει. Νοιώθει έξω από τα νερά του. Παράδειγμα, μια μικρή οικοτεχνία είναι πιο ανθρώπινη από μια μεγάλη βιομηχανία για τους εργαζόμενους, μια μικρή κοινωνία(χωριό) για να ζεις, είναι πιο ανθρώπινη από ότι μια μεγάλη πόλη. Μια μονοκατοικία είναι πιο ανθρώπινη από μια πολυκατοικία. Όταν οι συνάνθρωποί σου φαντάζουν σαν εμπόδια (δες μποτιλιαρίσματα),  σε ενοχλούν ή τους ενοχλείς στην συγκατοίκηση, πως θα βρεθείς μαζί τους να τραγουδήσεις και να πεις ιστορίες;

Σε οικονομικό επίπεδο, η μεγάλη αστυφιλία (ο μισός- περίπου- πληθυσμός της Ελλάδας έχει μαζευτεί σε μία πόλη), με συνεπακόλουθο την μετατόπιση της εργασίας στην παροχή υπηρεσιών πολύ περισσότερο από ότι στον πρωτογενή τομέα, έχει οδηγήσει-μαζί με άλλα- σε αυτή την παρατεταμένη κρίση. Η μόνη λύση, για μένα, είναι η αποκέντρωση και η επιστροφή πολλών από τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων στην ύπαιθρο, η ενασχόλησή τους με τον πρωτογενή τομέα -και όχι μόνο – με οικολογική ευαισθησία και αγάπη για ότι έφτιαξε το σύμπαν στην προσπάθειά του να υπάρξει.

Στους κόσμους που δημιουργείς μέσα απ΄ την στιχουργική σου, συνήθως τα στοιχεία της φύσης παρουσιάζονται ως η αντίστιξη στον σύγχρονο πολιτισμό (και το νερό το κρύσταλλο/θα ρέει απ’ τις οθόνες) και μάλιστα στο τέλος αποτελούν λύτρωση για τον άνθρωπο:

«Αγέρα να 'σαι τιμωρός, να 'σαι και παιχνιδιάρης

κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου, να 'ρθεις να μου την πάρεις.

Για να κοιτάζει από ψηλά, του κόσμου τη ραστώνη,

να ξεχαστεί σαν των βουνών, το περσινό το χιόνι.”

Πως κρίνεις τη σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με το περιβάλλον;

Ενώ, όπως ανέφερα και παραπάνω, πιστεύω ότι η φύση σου χαρίζει το μέτρο της, με λύπη μου αντιλήφθηκα-ζώντας στην ύπαιθρο- ότι δεν αρκεί. Αρκετοί από τους κατοίκους της υπαίθρου δεν τρέφουν κανένα σεβασμό για το φυσικό περιβάλλον, το καταστρέφουν χωρίς καμμιά τύψη είτε επειδή δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό τους ότι κάνουν κάτι ανάξιο είτε γιατί έχουν εκμαυλιστεί από το κυνήγι του χρήματος, με οποιοδήποτε τίμημα. Αντιθέτως, αρκετοί κάτοικοι των πόλεων έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε οικολογικά θέματα, προφανώς γιατί έχουν στερηθεί για χρόνια τη θαλπωρή της φύσης και τη νοσταλγούν. Με την επιθυμητή επιστροφή τους στην ύπαιθρο, θα έχουμε -πιστεύω- και την ανάπτυξη του οικολογικού κινήματος.

Ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ (1928-1999) στην ταινία 2001: Οδύσσεια του διαστήματος (1968) στη σκηνή του διαστήματος κάνει εξαιρετική χρήση αντίστιξης μουσικής και εικόνας, όπου όλα «χορεύουν» στο ρυθμό του βαλς του Γιόχαν Στράους. Η εικόνα από το μέλλον, συνδυασμένη με τον κλασικό ρυθμό του βαλς απ’ τον 19ο  αιώνα. Εσύ χρησιμοποιείς την παράδοση και, μάλιστα στην αρχική της μορφή, ηχογραφώντας τη γιαγιά σου, τον θείο και τη μητέρα σου στο «Οι γριές» με συνοδεία ηλεκτρικών οργάνων, δημιουργώντας την αγαπημένη σου «βλαχοψυχεδέλεια». Ποια στοιχεία την απαρτίζουν; Τι θες να μεταφέρεις απ΄τον παλαιό κόσμο (παράδοση, γλώσσα, τρόπος ζωής) στον σύγχρονο, μέσω της «βλαχοψεχεδέλειας»;

Στην τέχνη με αγγίζει το βαθιά λαϊκό. Και για μένα, βαθιά λαϊκό είναι ένα έργο όταν μπορεί ταυτόχρονα να αγγίζει τόσο τους στοχαστές, πολύπλοκους πνευματικούς ανθρώπους όσο και τους απλούς, ανύποπτους. Για να συμβεί αυτό, το έργο πρέπει να κουβαλάει κάτι από το παρελθόν αλλά να δίνει και κάτι καινούριο.

Ακόμη, βασικό στοιχείο της αληθινής τέχνης είναι η αυθεντικότητα, που την αντιλαμβάνονται όλοι οι άνθρωποι ανεξάρτητα από σύνορα. Γι’ αυτό λέω συχνά ότι «όσο πιο τοπικός-στην τέχνη-τόσο πιο παγκόσμιος», με την έννοια ότι χρησιμοποιώντας στοιχεία της ζωής μου εκεί που ζω, εκπέμπω μιαν αυθεντικότητα, που είναι παγκόσμια σταθερά. 

Στο τραγούδι Sara, κάνεις αναφορά στα φαράγγια των Σίου (Ινδιάνοι της Β.Αμερικής). Τη δεκαετία του 1860 οι Σίου εξεγέρθηκαν κατά των Αμερικανών αποίκων που διεκδικούσαν να καταλάβουν τη γη τους και οι τριακονταετής διαπραγματεύσεις και μάχες έληξαν το 1890 με την σφαγή στο Wounded Knee και τον ξεριζωμό απ’ τη γη τους.

Εκατοντάδες τραγούδια έχουν γραφτεί για τους αγώνες ιθαγενών στον τόπο τους ανά τον πλανήτη. Μπορεί ένα τραγούδι να αλλάξει τον κόσμο;

Σε ατομικό επίπεδο, ίσως. Στο επίπεδο των κοινωνιών, του κόσμου, όχι. Η τέχνη και η παιδεία είναι βραδείας καύσεως. Μπορούν να οδηγήσουν στο στοχασμό, την αναζήτηση της ελευθερίας, την αυτογνωσία αλλά μέσα από μια μακρόχρονη πορεία.

 

*Φωτογραφία: Αριστείδης Αντωνίου

 

 

Ημερομηνία: 
Sunday, July 18, 2021 - 17:30