«Για τον Δημήτρη Ρόκο» - Ομιλία του Δημήτρη Καλιαμπάκου, Διευθυντή του ΜΕΚΔΕ, στην εξόδιο ακολουθία
Βαρύ, ασήκωτο, αυτό το τελευταίο «χαίρε».
Πως να μιλήσεις σε παρελθόντα χρόνο για ένα άνθρωπο που πάντα ακτινοβολούσε δίψα για τη ζωή;
Ο Δημήτρης Ρόκος υπήρξε ένας από τους «μεγάλους» της γενιάς του, ένας από τους «μεγάλους» του Πολυτεχνείου. Αυτό που τον ξεχωρίζει δεν είναι τα τόσα μεγάλα πράγματα που κατάφερε- και αυτά είναι πολλά και σημαντικά, αλλά πρώτα απ’ όλα ότι είχε το μπόι να αναμετρηθεί με τα μεγάλα ερωτήματα του καιρού μας. Ένοιωθε την ευθύνη για την πορεία του ανθρώπου στον πλανήτη και την ένοιωθε όχι με την
αφηρημένη έννοια του ηθικού καθήκοντος, αλλά ως μια καθημερινή προσωπική μάχη. Ο Ρόκος ήταν ο άνθρωπος των μεγάλων οριζόντων, των βαθύτατων ερωτημάτων, των οραματικών απαντήσεων αλλά πάνω από όλα της μάχης για αυτές, κάθε στιγμή στη ζωή του.
Δεν θα μιλήσω για το έργο του. Αυτό μιλάει από μόνο του και θα συνεχίσει να μιλάει διαρκώς στο μέλλον, μέσα από τους ανθρώπους που ενέπνευσε και συνεχίζουν. Θέλω να μιλήσω για τον άνθρωπο Δημήτρη Ρόκο, που εγώ γνώρισα, έναν άνθρωπο με ισχυρή συγκρότηση, μεγάλη ιδεολογική «δύναμη πυρός», αλλά πάνω από όλα ένα βαθιά συναισθηματικό, ένα τρυφερό άνθρωπο, με καρδιά μικρού παιδιού.
Έναν ξεχωριστό άνθρωπο.
Ο Δημήτρης Ρόκος υπήρξε άνθρωπος των ιδεών. Έζησε μέσα σε αυτές με
τον πιο απόλυτο τρόπο. Μια εικόνα, τόσο συμβολική: ο Δημήτρης στο γραφείο του, ανάμεσα σε στοίβες βιβλίων που μόνο μεγάλωναν, τοποθετημένες παντού με άναρχο τρόπο, όπως τα πουλιά πλέκουν τη φωλιά τους με ατίθασα αλλά σφιχτοδεμένα κλαδιά. Αγαπούσε με πάθος έννοιες όπως η δημοκρατία, ο ενεργός ρόλος του πολίτη, μια ζωή με περιεχόμενο, αξιοβίωτη, άξια, δηλαδή, να τη ζει κανείς, και προσπαθούσε
να τις χωρέσει στην καθημερινή πραγματικότητα, ξέροντας ότι πάντα ο βασικός κίνδυνος είναι να εξουδετερωθεί το ριζοσπαστικό τους περιεχόμενο ως ουτοπικό. Άλλο τόσο, όμως, απεχθανόταν τις θολές
έννοιες, ιδιαίτερα αυτές που μοιάζουν «χαριτωμένες» για να χρησιμοποιήσω ένα χαρακτηρισμό του- και μεταμφιεσμένες ως κοινά αποδεκτές είτε κρύβουν την πνευματική οκνηρία αυτών που τις παπαγαλίζουν είτε, ακόμη χειρότερα, τον συμβιβασμό με μια απάνθρωπη πραγματικότητα. Το ιδεολογικό του οπλοστάσιο αλλά και ο πύρινος λόγος του ήταν εκεί για να απογυμνωθούν τα στερεότυπα, να υπονομευθούν, ώστε τελικά να καταρρεύσουν δημιουργώντας ζωτικό χώρο για να ριζώσουν φρέσκιες ιδέες και μαζί με αυτές η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον. Κατέτασσε τον εαυτό του, τα τελευταία χρόνια, στο συνειδητό «λευκό», όχι τόσο για να επισημάνει την απόστασή του από δοκιμασμένες και αποτυχημένες πολιτικές συνταγές, όσο για να απλώσει χέρι στη διάχυτη και ασχημάτιστη κοινωνική αμφισβήτηση και ιδιαίτερα στους νέους, στους οποίος τόσο ήλπιζε.
Ο Δημήτρης Ρόκος υπήρξε ένας άνθρωπος με πάθος. Με εκείνο το πάθος που δεν αντιδιαστέλλεται, κατά τα στερεότυπα, με την σωφροσύνη και τη λογική. Άλλωστε, τόσο συχνά εισήγαγε τις πιο οραματικές προτάσεις του με την υπογράμμιση «μετά λόγου γνώσεως». Ο Δημήτρης Ρόκος είχε το πάθος που αντιδιαστέλεται με την απάθεια, τον «ωχαδερφισμό», τη χλιαρότητα και τη μοιρολατρική υποταγή. Ήταν αυτό το πάθος, η βασιλική οδός με την οποία κέρδιζε τους μαθητές του, τους νέους. Γενιές και γενιές φοιτητών που μαράζωναν (και μαραζώνουν) στην πνευματική ξηρασία του σύγχρονου πανεπιστημίου ανακάλυπταν σε αυτόν ένα αντι-παράδειγμα που έδειχνε το πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η γνώση. Γονατισμένοι από την ανία που μοιράζεται σε υπερβολικές δόσεις, τόσο συχνά, σε ξέψυχα τάχα τεχνολογικά μαθήματα μαγνητίζονταν από κάποιον που γρήγορα πέταγε τον μανδύα της τεχνολογικής πρωτοπορίας, που την κατείχε απόλυτα αλλά και ποτέ δεν του ήταν αρκετή, για να εμφανιστεί ένας φλογερός κήρυκας της αμφισβήτησης. Κι όταν, φυσιολογικά, έφταναν να αμφισβητούν τον ίδιο, τότε το μεγαλύτερο μάθημα είχε εμπεδωθεί. Την αμφισβήτηση (και) του δάσκαλου, ως προϋπόθεση της προόδου.
Τον θυμάμαι να λέει πως οι ανάγκες του περιορίζονται σε ένα «πακέτο χαρτομάντηλα», για να ειρωνευθεί το καταναλωτικό κυνήγι, να «προβλέπει» ότι η νέα γενιά κινητών θα δίνει τη δυνατότητα να συνδέεσαι στο διαδίκτυο την ώρα που κάνεις ψαροντούφεκο για να ειρωνευτεί τη καλλιέργεια ψευδο-αναγκών, να αποδομεί την ανάπτυξη, την ταυτισμένη με την έννοια της μεγέθυνσης, με το «είναι σαν να εύχεσαι το παιδί σου να γίνει 2,5 μέτρα και 250 κιλά». Μυαλό ξυράφι, πέννα σπαθί. Κι ακόμη, να αυτοαποκαλείται «αδιάφορος, χωρίς πάθη άνθρωπος, που δεν πίνει, δεν καπνίζει, και πέρασε όλη του τη ζωή με μια
γυναίκα». Αυτός, μια συναρπαστική προσωπικότητα, που γοήτευε.
Ο Δημήτρης Ρόκος αγαπούσε τη ζωή, σε όλα τα επίπεδα και πάντα με τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Μπορούσε να γράψει ύμνο στην μετσοβίτικη «κασάτα», οι μέρες του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν ιερές και κάθε άλλο καθήκον υποχωρούσε για τον αυθεντικό σινεφίλ, που διάβαζε αχόρταγα, διψούσε για καλή παρέα, παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην τέχνη.
Δημήτρη, συναγωνιστή στα ωραία και στα μεγάλα,
σύντροφε στα σκληρά και στα δύσκολα,
αγαπημένε μου φίλε, αητέ, ξεκίνα το μεγάλο ταξίδι σου
στους ουρανούς, αλλά ο ίσκιος σου θα είναι πάντα εδώ.
Σε λίγες ώρες ξεκινάει το 10ο Συνέδριο του ΜΕΚΔΕ για τα βουνά, που εσύ ξεκίνησες 25 χρόνια πριν. Κι όπως πρέπει για τον «μεγάλο» που έφυγε, θα ξεκινήσει με ένα ηπειρώτικο μοιρολόι.