Κλιματική αλλαγή και φυσικές καταστροφές στα βουνά – Εισαγωγή στο ερευνητικό έργο
Δημήτρης Καλιαμπάκος
Καθηγητής ΕΜΠ, Επιστημονικός Υπεύθυνος Έργου
Περίληψη
Οι φυσικές καταστροφές αποτελούν, δυστυχώς, αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες. Μάλιστα, αποδεικνύεται ότι οι επικείμενες κλιματικές μεταβολές αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τη συχνότητα εμφάνισης των φυσικών καταστροφών στο μέλλον. Οι ορεινές περιοχές, λόγω των ιδιαίτερων φυσικών-γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών τους (π.χ., έντονο ανάγλυφο, δριμύ κλίμα), αλλά και λόγω του ‘εύθραυστου’ χαρακτήρα των ορεινών οικοσυστημάτων, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις διακυμάνσεις του κλίματος και, κατ’ επέκταση, στην εμφάνιση ακραίων φυσικών συμβάντων. Παράλληλα, οι ορεινές κοινωνίες, παρά την εγγενή προσαρμοστικότητά τους, είναι γεωγραφικά απομονωμένες, περιθωριοποιημένες, με έντονα τα φαινόμενα της φτώχειας και της αναπτυξιακής υστέρησης. Με αφορμή τα παραπάνω, το παρόν ερευνητικό έργο, μέσα από μία μελέτη περίπτωσης, το Δήμο Μετσόβου, στοχεύει στην ανάπτυξη ενός συστήματος παρακολούθησης και πρόληψης των φυσικών καταστροφών στην περιοχή λόγω της κλιματικής αλλαγής και, ταυτόχρονα, στην κάλυψη του κενού της επιστημονικής γνώσης στη θεματική περιοχή των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις ορεινές περιοχές. Οι επιμέρους στόχοι της έρευνας είναι (α) η εκτίμηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε δύο κρίσιμους για τις ορεινές περιοχές τομείς και, συγκεκριμένα, στις δασικές πυρκαγιές και στη διάβρωση του εδάφους και (β) ο προσδιορισμός των απαραίτητων παρεμβατικών δράσεων σε τοπική κλίμακα, σε αντίθεση με την πλειονότητα των μέχρι σήμερα μελετών οι οποίες αφορούν σε περιφερειακή, εθνική ή και μεγαλύτερη κλίμακα, στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού ανάπτυξης της τοπικής κοινωνίας αλλά και ευρύτερα, των ελληνικών ορεινών περιοχών. Μέσα από το ερευνητικό έργο, ποσοτικοποιείται η τρωτότητα της περιοχής μελέτης στους δύο υπό μελέτη κινδύνους και αναδεικνύονται οι ειδικές απαιτήσεις προσαρμογής της τοπικής κοινωνίας με στόχο τη θωράκισή της έναντι των κινδύνων αυτών.
Υδροκίνδυνοι και κλιματική αλλαγή στο ορεινό περιβάλλον
Ανδρέας Καλλιώρας
Αναπληρωτής Καθηγητής Ε.Μ.Π.
Περίληψη
Οι ορεινές περιοχές, σε παγκόσμια κλίμακα, θεωρούνται ως οι «υδατόπυργοι» του παγκόσμιου πληθυσμού και ιδιαίτερα του ποσοστού που ζει και αναπτύσσεται σε περιοχές χαμηλού υψομέτρου, ενώ παράλληλα παρέχουν ενδιαίτημα για το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας βιοποικιλότητας. Για το λόγο αυτό η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει βαθιές επιπτώσεις στους υδατικούς πόρους ή/και στα υδατικά οικοσυστήματα και τους φυσικούς κινδύνους στις ορεινές περιοχές. Η διάσταση των επιπτώσεων αυτών των κινδύνων, ειδικά στην ορεινή ζώνη είναι πλέον ένα διεθνώς -και διεπιστημονικά-αναγνωρισμένο πρόβλημα, στο όποιο η UNESCO προσδίδει τον όρο «υδρο-κίνδυνοι» ο οποίος περιλαμβάνει την ανάλυση των σύνθετων διεργασιών και επιδράσεων στο συνεχές μέσο ατμόσφαιρα-γήινη επιφάνεια. Αυτή η εργασία έχει ως στόχο να παράσχει μια σύνθεση των επιστημονικών στοιχείων που σχετίζονται με τα παραπάνω, των μεγεθών τους και των αναμενόμενων συνεπειών. Στο πλαίσιο της ανάλυσης των παραπάνω κρίσιμων περιβαλλοντικών θεμάτων, η έρευνα περιλαμβάνει περιπτώσεις μελέτης από το διεθνή χώρο με προοπτική τα συμπεράσματα να αποτελέσουν τρόπο προσέγγισης για αντίστοιχες περιοχές στον ελληνικό χώρο.
Επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε κατολισθητικά φαινόμενα
Ι.Ε. Ζευγώλης
Επίκ. Καθηγητής ΕΜΠ
Περίληψη
Οι κατολισθήσεις αποτελούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες δυνητική απειλή για υποδοµές και τεχνικά έργα, για τη βιωσιµότητα οικισµών, και γενικότερα για τη ζωή και ευηµερία τµηµάτων του ανθρώπινου πληθυσμού. Στην Ελλάδα παρουσιάζεται σημαντικό ιστορικό κατολισθητικών φαινοµένων λόγω του γεωτεκτονικού καθεστώτος και των κλιματικών συνθηκών σε συγκεκριμένες περιοχές. Η άμεση εξάρτηση των κατολισθήσεων από τις κλιµατικές παραµέτρους καθιστούν απαραίτητη τη διερεύνηση πιθανών αλλαγών στον κατολισθητικό κίνδυνο ως επακόλουθο της κλιµατικής αλλαγής. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται συνοπτικά οι κλασσικές αρχές ανάλυσης ευστάθειας πρανών, με έμφαση στην επίδραση της στάθμης των υπόγειων υδάτων, και παρουσιάζονται χαρακτηριστικά τεχνικά έργα για την πρόληψη ή/και αποκατάσταση κατολισθήσεων. Ακολούθως, παρουσιάζονται οι βασικές αρχές συζευγμένων υδρο-μηχανικών αριθμητικών αναλύσεων που μπορούν να προσομοιώσουν την επίδραση της διήθησης υδάτων σε προβλήματα ευστάθειας. Τα σχετικά αριθμητικά προσομοιώματα υιοθετούν τη χαρακτηριστική καμπύλη εδάφους-νερού και τη συνάρτηση διαπερατότητας του μη-κορεσμένου εδάφους, δίνοντας τη δυνατότητα προσομοίωσης της διείσδυσης των όμβριων υδάτων εντός του εδάφους. Η εν λόγω διείσδυση συνεπάγεται μείωση των αρνητικών πιέσεων του νερού των πόρων (τάσεις μύζησης) εντός της μη-κορεσμένης εδαφικής ζώνης, με αποτέλεσμα τη μείωση της διατμητικής αντοχής του εδάφους και τελικά την πιθανή ανάπτυξη κατολισθητικών φαινομένων.
H διαστημική καινοτομία στην υπηρεσία του πολίτη για την παρακολούθηση και προστασία από φυσικές καταστροφές
Αλεξία Τσούνη,
Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Κέντρο Επιστημών Παρατήρησης της Γης και Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης BEYOND, Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών
Περίληψη
Το Κέντρο Αριστείας Επιστημών Παρατήρησης της Γης & Δορυφορικής Τηλεπισκόπησης BEYOND, το οποίο αποτελεί επιχειρησιακή μονάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), αναπτύσσει έρευνα αιχμής και παρέχει διεθνώς καινοτόμες υπηρεσίες περιορισμού του κινδύνου των καταστροφών από φυσικά και ανθρωπογενή αίτια, αξιοποιώντας μεγάλες υποδομές κεραιών συλλογής δορυφορικών δεδομένων που βρίσκονται εγκατεστημένες στο ΕΑΑ. Ενημερώνει έγκαιρα τους αρμόδιους επιχειρησιακούς φορείς που ασχολούνται με τη διαχείριση καταστροφών και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, παρέχοντάς τους πληροφορίες σε όλο το φάσμα της διαχείρισης κρίσεων για την λήψη μέτρων προστασίας προς όφελος των πολιτών. Θέτει την διαστημική καινοτομία στην υπηρεσία του πολίτη για την παρακολούθηση και προστασία από μια σειρά καταστροφών, όπως πυρκαγιών, ακραίων καιρικών φαινομένων, ηφαιστειακών εκρήξεων, κατολισθήσεων, εδαφικής διάβρωσης, έλλειψης υδατικών πόρων, τοξικών βιομηχανικών ατυχημάτων, σεισμών, πλημμυρών και μεταφοράς σαχαριανής σκόνης και καπνού, κ.ά. Επίσης, μέσα από τη συμμετοχή του σε εμβληματικά ευρωπαϊκά και διεθνή προγράμματα (GEO, EuroGEO, ESA, IFIs) έχει αναπτύξει έρευνα και παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες και σε άλλους κρίσιμους τομείς ανάπτυξης της οικονομίας και της προστασίας των πολιτών όπως η επισιτιστική ασφάλεια, η αποτίμηση της ισοδύναμης ηλιακής ενέργειας και η πρόγνωση της ηλιακής ενέργειας, η υγεία, η υποστήριξη αγροτικής πολιτικής, η εκμετάλλευση πρώτων υλών και η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Παγκόσμιες φυσικές καταστροφές: ποια η σχέση τους με το κλίμα;
Λευκοθέα Παπαδά
Δρ. Πολιτικός Μηχανικός, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Περίληψη
Οι φυσικές καταστροφές αποτελούν ακραία φυσικά συμβάντα, τα οποία προκαλούν ανθρώπινες και οικονομικές απώλειες, διαταράσσουν τον κοινωνικό ιστό και παρακωλύουν πρωταρχικές λειτουργίες των πληττόμενων κοινωνιών. Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά είδη επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών, όπως περιβαλλοντικές επιπτώσεις, επιπτώσεις στην υγεία, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωγραφική κατανομή της τρωτότητας σε φυσικές καταστροφές, όπως και η σχέση μεταξύ ανάπτυξης και τρωτότητας σε καταστροφές. Ενδεικτικά, οι φτωχές και αναπτυσσόμενες χώρες συγκεντρώνουν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπινων απωλειών ενώ οι βιομηχανικές χώρες τείνουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερες χρηματικές απώλειες. Ειδική κατηγορία φυσικών καταστροφών αποτελούν εκείνες που σχετίζονται άμεσα με τον καιρό και το κλίμα, όπως όπως πλημμύρες, καταιγίδες/θύελλες, καύσωνες, ξηρασίες, πυρκαγιές κλπ. Τα τελευταία είκοσι χρόνια (2000 - 2019) , η συντριπτική πλειονότητα (91%) των καταστροφών έχει προκληθεί από τέτοιου είδους φυσικές καταστροφές, ήτοι μετεωρολογικές, υδρολογικές και κλιματολογικές καταστροφές. Μόνο οι πλημμύρες αποτέλεσαν το 47% του συνόλου των -σχετικών με το κλίμα- καταστροφών, ενώ οι καταιγίδες αποδείχθηκαν οι πιο θανατηφόρες. Οι καταστροφές λόγω ακραίων θερμοκρασιών (καύσωνες και παγωνιές) ήταν επίσης ιδιαίτερα θανατηφόρες ως προς τον αριθμό των θανάτων ανά περιστατικό, ειδικά σε χώρες υψηλών εισοδημάτων. Το οικονομικό κόστος των καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα -για το ίδιο διάστημα- αποτελεί την πλειονότητα (το 74%) του συνόλου των οικονομικών απωλειών παγκοσμίως. Γενικά, η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η αλλαγή του κλίματος επηρεάζει την εμφάνιση μιας φυσικής καταστροφής και, μέσω αυτής, μια περιοχή και μια κοινωνία, είναι ζωτικής σημασίας προκειμένου να καταρτιστεί ο κατάλληλος σχεδιασμός θωράκισης της περιοχής αυτής έναντι των εν δυνάμει φυσικών καταστροφών.
Τι είναι η κλιματική αλλαγή και τι σημαίνει για την Ελλάδα και τα βουνά της;
Νίκος Γάκης
Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, MSc
Περίληψη
Οι συγκεντρώσεις των αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα έχουν υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με το 1750 με αποτέλεσμα την αύξηση της ενέργειας που προσλαμβάνει το κλιματικό σύστημα από τον ήλιο. Η αύξηση αυτή οφείλεται σε ανθρωπογενείς δραστηριότητες με κυριότερες την καύση ορυκτών καυσίμων και τις αλλαγές στις χρήσεις γης, και έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα ενός μεγάλου αριθμητικού ερευνητικών εργασιών. Σύμφωνα με τα δεδομένα από μετεωρολογικούς σταθμούς η αύξηση της θερμοκρασίας είναι μεγαλύτερη σε ορεινές περιοχές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις ελάχιστες θερμοκρασίες και τις θερμοκρασίες τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες. Τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων συγκλίνουν ότι στο μελλοντικό κλίμα η θερμοκρασία (μέση, μέγιστη και ελάχιστη) θα αυξηθεί περισσότερο στις ορεινές χερσαίες περιοχές συγκριτικά με τις περιοχές χαμηλού υψομέτρου, ενώ και η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου θα επηρεαστεί ιδιαίτερα από τις κλιματικές μεταβολές. Η αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας θα επηρεάσει τον κύκλο νερού και την ποσότητα νερού που κατακρημνίζεται, οι χιονοπτώσεις και η χιονοκάλυψη θα μειωθούν, η συχνότητα εμφάνισης και η ένταση ραγδαίων βροχοπτώσεων αναμένεται να αυξηθεί. Οι μεταβολές αυτές θα έχουν ως αποτέλεσμα μεταξύ άλλων τη μείωση της διαθεσιμότητας υδάτινων πόρων, την αύξηση του κινδύνου από κατολισθήσεις και δασικές πυρκαγιές, την απώλεια εδαφών λόγω διάβρωσης, αλλαγές στη βλάστηση, αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης ασθενειών στα ορεινά δασικά συστήματα, μετατόπιση ορισμένων ειδών πανίδας και χλωρίδας σε μεγαλύτερα υψόμετρα, επιπτώσεις στις υποδομές, στις οικονομικές δραστηριότητες και την υγεία του πληθυσμού των ορεινών περιοχών.
Δήμος Μετσόβου: Στην καρδιά της ορεινής Ελλάδας
Αθανασία Μαυρογιώργου
Μηχανικός Υλικών, MSc
Περίληψη
Ο Δήμος Μετσόβου βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της Περιφέρειας Ηπείρου και συνορεύει με τη Θεσσαλία και τη Δυτική Μακεδονία. Απλώνεται στις πλαγιές της Βόρειας Πίνδου και είναι ένας από τους ορεινότερους δήμους της Ελλάδας καθώς περιτριγυρίζεται από υψηλά όρη όπως ο Λάκμος (2.295 m), το Μαυροβούνι (2.159 m), ο Ζυγός (1.746 m) και η Τσούκα Ρόσα (1.987 m). Θεωρείται η υδρολογική καρδιά της Ελλάδας διότι από την περιοχή πηγάζουν οι σημαντικότεροι ποταμοί της Ελλάδας, ο Άραχθος, ο Αχελώος, ο Πηνείος, ο Αλιάκμονας και ο Αώος. Στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου συναντώνται τρεις περιοχές που είναι ενταγμένες στο δίκτυο Νatura2000, όπου απαντώνται ποικιλίες βιοτόπων καθώς και ενδημικών φυτών και ζώων (Περιοχή Μετσόβου, Όρος Λάκμος, Εθνικός Δρυμός Πίνδου (Βάλια Κάλντα). Το περιβάλλον της περιοχής συνθέτουν τα πυκνά δάση και μεγάλα δάση φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων. Το κλίμα της περιοχής χαρακτηρίζεται ως ηπειρωτικό. Στην περιοχή επικρατούν ψυχροί έως δριμείς χειμώνες με αρκετά έντονες βροχοπτώσεις κατά τους χειμερινούς και φθινοπωρινούς μήνες, ενώ τα καλοκαίρια είναι σχετικά ζεστά με αρκετές βροχές. Σε επίπεδο φυσικών καταστροφών έχουν εντοπιστεί κατά κύριο λόγο πλημμύρες εξαιτίας έντονων βροχοπτόσεων και υπερχείλισης των ποταμών ενώ οι δασικές πυρκαγιές είναι κατά κύριο λόγο μικρής έκτασης. Από την άλλη πλευρά, την τελευταία δεκαετία παρουσιάζονται συνεχώς κατολισθητικά φαινόμενα κοντά στο αστικό-ημιαστικό περιβάλλον, με κύρια αίτια τα: γεωλογικό υπόβαθρο, μεγάλες κλίσεις των εδαφών, υδρογραφικό δίκτυο, ποσότητα των νερών της βροχής και χιονοπτώσεων καθώς και ανθρωπογενείς παρεμβάσεις.
Διαμόρφωση κλιματικών σεναρίων για το Δήμο Μετσόβου
Νίκος Γάκης
Χημικός Μηχανικός ΕΜΠ, MSc
Περίληψη
Για την ανάλυση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή του Μετσόβου αξιοποιήθηκαν τα αποτελέσματα 9 κλιματικών προσομοιώσεων του προγράμματος EURO-CORDEX για τα σενάρια RCP4.5 και RCP8.5 σε μορφή πλέγματος υψηλής οριζόντιας χωρικής ανάλυσης 0.11ο x 0.11o για ημερήσιο χρονικό βήμα, τα οποία καλύπτουν μια χρονική περίοδο 30 ετών για το παρόν κλίμα (1971-2000) και μία περίοδο 80 ετών για το μελλοντικό κλίμα (2021-2100). Τα αποτελέσματα των κλιματικών προσομοιώσεων ανήχθησαν σε ακόμη υψηλότερη χωρική κλίμακα (1 x 1 km), κατάλληλη για χρήση σε μοντέλα εκτίμησης επιπτώσεων (όπως μοντέλα εκτίμησης απώλειας εδαφών και επικινδυνότητας δασικών πυρκαγιών), με γεωστατικές μεθόδους παρεμβολής που λαμβάνουν υπόψη και το υψόμετρο και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε διόρθωση των συστηματικών σφαλμάτων. Με βάση τα αποτελέσματα της υποκλιμάκωσης και της διόρθωσης των συστηματικών σφαλμάτων εκτιμήθηκαν οι υφιστάμενες και μελλοντικές τάσεις μεταβολής των βασικών κλιματικών παραμέτρων καθώς και μιας σειράς κλιματικών δεικτών ακραίων φαινομένων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης το μελλοντικό κλίμα στο Δήμο Μετσόβου αναμένεται ότι θα είναι πιο θερμό και ξηρό σε σχέση με το ιστορικό κλίμα, με μεγάλη μείωση των χιονοπτώσεων, αύξηση της διάρκειας των περιόδων ξηρασίας, η οποία σε συνδυασμό με την αύξηση των πολύ θερμών ημερών εκτιμάται ότι θα αυξήσει τον κίνδυνο εκδήλωσης δασικών πυρκαγιών και αύξηση της πιθανότητα εμφάνισης ραγδαίων βροχοπτώσεων με μεγάλα ύψη νερού εντός 24 και 48 συνεχόμενων ωρών.
Ανάπτυξη μοντέλου επικινδυνότητας δασικών πυρκαγιών στο Δήμο Μετσόβου
Γιώργος Παναγιωτόπουλος
Γεωπόνος ΓΠΑ, Υ.Δ. ΕΜΠ
Περίληψη
Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα φυσικό φαινόμενο που σπάνια μπορεί να αποφευχθεί. Ωστόσο, για να μειωθεί ο κίνδυνος σοβαρών ή καταστροφικών επιπτώσεων στον άνθρωπο, η έρευνα έχει προχωρήσει σημαντικά στην πρόβλεψη και αντιμετώπισή τους. Οι περισσότερες ορεινές περιοχές της Ελλάδας είναι παρθένες όσον αφορά στις δασικές πυρκαγιές. Ωστόσο, η επικείμενη κλιματική αλλαγή μπορεί να αλλάξει αυτή τη κατάσταση. Καθώς τα οικοσυστήματα αυτών των περιοχών δεν έχουν αναπτύξει αμυντικούς μηχανισμούς στο φαινόμενο, οι συνέπειες μιας πυρκαγιάς μπορεί να αποβούν ιδιαίτερα καταστροφικές. Στην εργασία αυτή, χρησιμοποιήθηκε ένα ευρέως αναγνωρισμένο μοντέλο πρόβλεψης επικινδυνότητας και συμπεριφοράς δασικών πυρκαγιών, το Καναδικό Σύστημα Αξιολόγησης Κινδύνων Πυρκαγιάς (Canadian Forest Fire Danger Rating System, CFFDRS) για να εξεταστεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς στον Δήμο Μετσόβου εν όψει κλιματικής αλλαγής. Αρχικά, το μοντέλο εφαρμόστηκε με κλιματικά δεδομένα παρελθόντων ετών (1970-2000) για να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητά του στην περιοχή βάσει ιστορικών στοιχείων. Στη συνέχεια, το μοντέλο εφαρμόζεται με κλιματικά δεδομένα δύο υποθετικών σεναρίων κλιματικής αλλαγής. Στο πρώτο σενάριο, το RCP4.5, το οποίο είναι το συντηρητικό σενάριο με πρόβλεψη σταθεροποίησης της αύξησης των εκπομπών CO2. Τα αποτελέσματα του μοντέλου δίνουν μια σχετική σταθεροποίηση της επικινδυνότητας με αύξηση της τάξης του 5% για το διάστημα 2010-2100. Στο δεύτερο σενάριο το RCP8.5, το οποίο αποτελεί την εκδοχή σημαντικής αύξησης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η εφαρμογή του μοντέλου δίνει μια ιδιαίτερα σημαντική αύξηση της επικινδυνότητας πυρκαγιών (18%). Τέλος, με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμογής του μοντέλου επικινδυνότητας, πραγματοποιείται μια εκτίμηση των χωρικών διαφοροποιήσεων όσον αφορά στη συμπεριφορά των πυρκαγιών εντός του Δήμου Μετσόβου.
Ανάπτυξη μοντέλου εκτίμησης της εδαφικής απώλειας στο Δήμο Μετσόβου
Λουκάς-Μωυσής Μισθός
Γεωγράφος, Υ.Δ. ΕΜΠ
Περίληψη
Η εδαφική διάβρωση αποτελεί φυσική διεργασία που μπορεί να ενταθεί ισχυρά λόγω της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής. Οι ορεινές περιοχές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην εδαφική απώλεια, καθότι στις μεγάλες υψομετρικές ζώνες οι δυνατότητες ανανέωσης του εδαφικού καλύμματος είναι κατά πολύ μειωμένες. Σε αυτή την εργασία αναπτύσσεται μεθοδολογία-μοντέλο για την εκτίμηση της απώλειας εδάφους στην ορεινή περιοχή του Μετσόβου. Αξιοποιείται, λοιπόν, το διαδεδομένο μοντέλο RUSLE συνδυάζοντας και προσαρμόζοντας δεδομένα από κλιματικά μοντέλα, γεωχωρική πληροφορία για το ανάγλυφο, τις συνθήκες και την κάλυψη του εδάφους, καθώς και πολυφασματικές εικόνες από δορυφορικά συστήματα και από UAVs. Ουσιαστικά, δημιουργούνται δύο παραλλαγές (μοντέλου) για τη μελλοντική εκτίμηση της εδαφικής απώλειας, αξιοποιώντας σενάρια μεταβολής της διαβρωτικότητας της βροχόπτωσης στη βάση κλιματικών μοντέλων πρόγνωσης και διαδικασιών αναγωγής σε τοπική κλίμακα. Η πρώτη παραλλαγή αφορά σε μια μικρή περιοχή πλησίον του Μετσόβου, όπου με χρήση UAV υποστηρίζεται η ακριβής ταξινόμηση κάλυψης γης και η παραγωγή ακριβούς DEM. Το βελτιωμένο σύστημα ταξινόμησης, αλλά και τα μελλοντικά σενάρια σχετικά με την αλλαγή της διαβρωτικότητας του κλίματος και των βροχοπτώσεων επηρεάζουν τα εκτιμώμενα ποσοστά απώλειας εδάφους. Έτσι, σε εδάφη μεγαλύτερου υψομέτρου πρόκειται να προκληθεί απώλεια των ήδη περιορισμένων παραγωγικών γαιών αλλά και συνολικότερη υποβάθμιση του τοπίου. Στη δεύτερη παραλλαγή, χωρική μονάδα αναφοράς είναι ο Δήμος Μετσόβου. Σε αυτή την πιο αδρομερή κλίμακα αξιοποιούνται δορυφορικές πολυφασματικές απεικονίσεις. Τα αποτελέσματα της υλοποίησης αυτού του μοντέλου παρουσιάζουν το μεγαλύτερο τμήμα του Δήμου πληττόμενο, και ακόμη περισσότερο ευάλωτο στη διάβρωση του εδάφους σε μελλοντικά σενάρια κλιματικής αλλαγής και έντονων βροχοπτώσεων – με το νότιο τμήμα να παρουσιάζει τις πλέον υψηλές τιμές εδαφικής απώλειας. Εντούτοις, η εφαρμογή κατάλληλων υποστηρικτικών πρακτικών (λ.χ., άροση σε αναβαθμίδες) δείχνει να αποτελεί ελπιδοφόρα προοπτική μετριασμού της εδαφικής απώλειας.
Η έννοια του σχεδιασμού και της ανάπτυξης στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή
Θεοδώρα Καραχάλιου
Δρ. Μηχανικός Μεταλλείων- Μεταλλουργός ΕΜΠ
Περίληψη
Παρά τις προσπάθειες μείωσης των ανθρωπογενών πιέσεων στο κλίμα, κυρίως μέσω του ελέγχου των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη εμφανείς και αναμένεται να επιδεινωθούν. Επομένως, παράλληλα με την προσπάθεια μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, είναι απαραίτητη η προσαρμογή (adaptation) των φυσικών ή ανθρωπογενών συστημάτων στα υφιστάμενα ή τα αναμενόμενα κλιματικά γεγονότα και τις επιπτώσεις τους, με σκοπό τον μετριασμό των ζημιών ή την αξιοποίηση ευκαιριών. Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή μπορεί να είναι προληπτική ή αντιδραστική, αυτόνομη ή σχεδιασμένη, ιδιωτική ή δημόσια, ενώ τα μέτρα που προβλέπει μπορεί να είναι ήπια ή πιο δαπανηρά μέτρα προσαρμογής που αφορούν στο δομημένο / φυσικό περιβάλλον, στο κοινωνικό περιβάλλον ή στους θεσμούς. Στόχος της στρατηγικής προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή είναι η μείωση των συνεπειών των κλιματικών κινδύνων, κυρίως μέσω της μείωσης της τρωτότητας ενός συστήματος και την αύξηση της ανθεκτικότητας. Η διαδικασία του σχεδιασμού της στρατηγικής προσαρμογής περιλαμβάνει τα στάδια της προετοιμασίας, της εκτίμησης της τρωτότητας και των κλιματικών κινδύνων, του προσδιορισμού και αξιολόγησης των δράσεων προσαρμογής, της εφαρμογής και μετέπειτα παρακολούθησης και αξιολόγησης της προσαρμογής. Τα στάδια αυτά αναλύονται σε επιμέρους βήματα, ενώ δίνεται έμφαση σε σημεία- κλειδιά για την επιτυχία της εφαρμογής των δράσεων προσαρμογής και την αποφυγή της «κακής» προσαρμογής.
Μέτρα προσαρμογής του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή
Αναστάσιος Μπαλάσκας
Γεωπόνος, Υ.Δ. ΕΜΠ
Περίληψη
H αλλαγή του κλίματος είναι παγκόσμιο πρόβλημα, οι λύσεις όμως πρέπει να ξεκινήσουν από το τοπικό επίπεδο. Ο μετριασμός των επιπτώσεων για την προσαρμογή του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπιση των επιπτώσεων από τη διάβρωση του εδάφους και από τις δασικές πυρκαγιές απαιτούν δράσεις και μέτρα ποικίλων μορφών. Η χωροθέτηση υδρομετεωρολογικών σταθμών κρίνεται απαραίτητη για την καλύτερη παρακολούθηση και πρόγνωση του καιρού και των συναφών υδρομετεωρολογικών κινδύνων (π.χ. πλημμύρες) και την ανάπτυξη των κατάλληλων μεθοδολογιών για την εκτίμηση της απώλειας εδαφικού υλικού και εκτίμηση της επικινδυνότητας πυρκαγιών στο Δήμο Μετσόβου. Στην Ελλάδα, το βασικό μέσο ανίχνευσης των δασικών πυρκαγιών είναι ένα σύστημα πύργων-παρατηρητηρίων με σκοπό τη γρηγορότερη ανίχνευση και αναγγελία της πυρκαγιάς, ώστε η κατάσβεσή της να γίνει, όταν αυτή είναι μικρή. Η τοποθέτηση πινακίδων ενημέρωσης έχει ως σκοπό την ενημέρωση των πολιτών και των επισκεπτών σχετικά με την επικινδυνότητα έναρξης πυρκαγιάς, ενώ η δημιουργία εθελοντικής ομάδας δασοπροστασίας είναι ένα μέτρο που στην περίπτωση του Δήμου Μετσόβου μπορεί να βοηθήσει στη δασοπροστασία της περιοχής και στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών σε θέματα πολιτικής προστασίας. Οι τεχνικές προστασίας του εδάφους αφορούν κυρίως σε μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της διάβρωσης. Μέτρα όπως οι αναβαθμίδες, τα περιθώρια γρασιδιού και η άροση ανά ισοϋψείς είναι κάποια από τα μέτρα για την αντιμετώπιση του φαινομένου της διάβρωσης που ευθύνεται για την απώλεια εδαφικού υλικού.
Ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών στο πλαίσιο προσαρμογής του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή
Γιώργος Παναγιωτόπουλος
Γεωπόνος ΓΠΑ, Υ.Δ. ΕΜΠ
Περίληψη
Οι εφαρμογές έχουν τη δυνατότητα να μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες σε πραγματικό χρόνο, ώστε να τις αξιοποιήσουμε στη λήψη αποφάσεων. Στο πλαίσιο του προγράμματος έγινε μια ορθή αξιοποίηση των νεότερων τεχνολογιών, με στόχο την αξιοποίηση της πληροφορίας από τον Δήμο Μετσόβου για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών. Αναπτύχθηκαν δύο εφαρμογές. Η πρώτη εφαρμογή αφορά στην επικινδυνότητα εμφάνισης πυρκαγιών στον Δήμο Μετσόβου, η οποία εκτελεί το μοντέλο επικινδυνότητας εμφάνισης πυρκαγιών καθημερινά για την ευρύτερη περιοχή, μέσω υψομετρικής διόρθωσης των μετεωρολογικών δεδομένων. Οι πληροφορίες είναι εύκολα προσβάσιμες από όλους και δίνουν χαρτογραφική απεικόνιση καθώς και αντίστοιχες χρονοσειρές των διαφόρων παραγώγων του μοντέλου. Η δεύτερη εφαρμογή, το παρατηρητήριο πολιτών, εισάγει τους δημότες στην αντιμετώπιση των φαινομένων. Με τη μέθοδο του πληθοπορισμού, οι δημότες συμμετέχουν ενεργά μέσω της αποστολής επικίνδυνων καταστάσεων στον Δήμο. Οι αναφορές των πολιτών δίνονται με χωρικό προσδιορισμό, ώστε να είναι ευκολότερη η χαρτογράφηση και ο εντοπισμός των προβλημάτων.