Ψηφιακός οδηγός προσαρμογής του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή
(στα πεδία της διάβρωσης του εδάφους και των δασικών πυρκαγιών)
1. Μέτρα προσαρμογής για το μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και αξιολόγησή τους
1.1 Η έννοια της «προσαρμογής» στην κλιματική αλλαγή
1.3 Κατηγορίες μέτρων προσαρμογής
1.4 Διαδικασία ανάπτυξης στρατηγικών προσαρμογής
1.5 Πολιτικές για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή
2. Προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή
2.1.1 Χωροθέτηση μετεωρολογικών ή/και υδρομετεωρολογικών σταθμών
Δράσεις Δήμων για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών
2.2.2 Τοποθέτηση πινακίδων ενημέρωσης για κίνδυνο πυρκαγιάς
2.2.4 Χωροθέτηση Παρατηρητηρίων
2.2.6 Χρήση τεχνολογίας για εποπτεία δασικών περιοχών
2.2.7 Προκαταστολή – Καταστολή
2.2.8 Δημιουργία εθελοντικής ομάδας Δασοπροστασίας
2.2.9 Συνεργασία εθελοντικής ομάδας με πυροσβεστική – νομική κάλυψη
2.3.1 Τεχνικές προστασίας του εδάφους
2.3.2 Επιμέρους δράσεις και μέτρα για τον περιορισμό – αντιμετώπισης της διάβρωσης
2.4.1 Ενημέρωση κοινού για τον κίνδυνο δασικών πυρκαγιών
Η επιστημονική έρευνα έχει καταδείξει ότι η αλλαγή του κλίματος συμβαίνει ήδη και οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Από την εμφάνιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η δημόσια πολιτική αρχικά επικεντρώθηκε στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής (mitigation) — στη μείωση, δηλαδή, των ανθρωπογενών πιέσεων στο κλίμα, κυρίως μέσω του ελέγχου των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου (GHGs). Δυστυχώς, λόγω του παγκόσμιου και σωρευτικού χαρακτήρα των εκπομπών των GHGs, τα μέτρα αυτά δεν αναμένεται να αποφέρουν απτά οφέλη για το κλίμα για πολλά χρόνια, και τα οφέλη αυτά δεν θα είναι ιδιαίτερα εμφανή σε τοπική κλίμακα (Gerrard and Fischer Kuh, 2012).
Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι μεγάλο μέρος του διοξειδίου του άνθρακα που βρίσκεται επί του παρόντος στην ατμόσφαιρα μπορεί να παραμείνει εκεί για τουλάχιστον 100 χρόνια (Lanser, 2014). Ακόμη και με τις πιο επιθετικές προσπάθειες μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου θα συνεχιστούν παγκοσμίως για δεκαετίες πριν από την κορύφωση και την πτώση, ενώ η αλλαγή του κλίματος θα συνεχίσει να επιδεινώνεται με όλο και δυσμενέστερες συνέπειες για τη γη και την ανθρωπότητα.
Επομένως, εκτός από τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, είναι απολύτως απαραίτητη και η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Ένα μέρος της επιστημονικής κοινότητας επικεντρώνει τις προσπάθειές της στο πώς να μετριάσει την κλιματική αλλαγή, ενώ ένα άλλο μέρος αναζητά τρόπους για να προσαρμοστούν οι άνθρωποι στη ζωή με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η προσαρμογή (adaptation) στην κλιματική αλλαγή είναι η προσπάθεια που καταβάλλει η κοινωνία για να προσαρμοστεί ή να προετοιμαστεί για την κλιματική αλλαγή (Lanser, 2014). Ο στόχος της προσαρμογής της κλιματικής αλλαγής είναι η προστασία των πόρων που είναι πιο σημαντικοί για τη σύγχρονη ανθρώπινη ζωή, συμπεριλαμβανομένων των καλλιεργειών, του νερού και των ενεργειακών πόρων.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης ή διάκρισης μεταξύ των επιλογών προσαρμογής.
Πρώτον, ανάλογα με το χρόνο, τον στόχο και το κίνητρο της εφαρμογής της, η προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής μπορεί να είναι:
- Προληπτική ή προπαρασκευαστική (proactive/ anticipatory adaptation), όταν δηλαδή λαμβάνει χώρα πριν να εκδηλωθούν οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, ή
- Αντιδραστική (reactive adaptation), όταν πραγματοποιείται μετά την εμφάνιση των επιπτώσεων των κλιματικών αλλαγών, για την αντιμετώπιση δηλαδή της ζημιάς που έχει προκληθεί (IPCC, 2001).
Μια δεύτερη διάκριση μπορεί να βασίζεται στο σύστημα στο οποίο η προσαρμογή λαμβάνει χώρα (Klein, 2003). Επομένως διακρίνεται σε προσαρμογή που αφορά στο:
- στο φυσικό σύστημα ή
- στο ανθρώπινο σύστημα (κοινωνικές δομές, αγορές κλπ).
Η προσαρμογή στα φυσικά συστήματα είναι εξ ορισμού αντιδραστική, όμως στα ανθρώπινα συστήματα, υπάρχει η δυνατότητα να είναι είτε αντιδραστική, είτε προληπτική (Πίνακας 1).
Η διάκριση σε διαφορετικά είδη προσαρμογής μπορεί να γίνει και ως ακολούθως (Ε.Κε.Π.Ε.Κ. Παντείου Πανεπιστημίου et al., 2011):
- Αυτόνομη προσαρμογή (autonomous adaptation) είναι η προσαρμογή, η οποία δεν αποτελεί συνειδητή αντίδραση σε ένα κλιματικό γεγονός αλλά επιτυγχάνεται μέσα από φυσικές αλλαγές στις οποίες προβαίνουν τα οικολογικά συστήματα, καθώς και μέσα από αυτόνομες αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στα ανθρώπινα συστήματα.
- Σχεδιασμένη προσαρμογή (planned adaptation) είναι η προσαρμογή, η οποία είναι αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης βασισμένη στη συνειδητοποίηση του γεγονότος, ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει ή πρόκειται να αλλάξουν και χρειάζονται συγκεκριμένες δράσεις για να επανέλθει ή να διατηρηθεί ή να επιτευχθεί η επιθυμητή κατάσταση.
Τέλος, η προσαρμογή διακρίνεται σε:
- Ιδιωτική (Private Adaptation), εννοώντας, την προσαρμογή, η οποία σχετίζεται με τα άτομα, τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις και έχει ως σκοπό, τη προστασία των συμφερόντων των ενδιαφερόμενων μερών.
- Δημόσια (Public Adaptation), η προσαρμογή δηλαδή, η οποία εφαρμόζεται από τις κυβερνήσεις, σε όλα τα επίπεδα, μεριμνώντας για τις συλλογικές ανάγκες.
Η σχεδιασμένη προσαρμογή είναι το αποτέλεσμα μιας σκόπιμης πολιτικής απόφασης που βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει ή πρόκειται να αλλάξουν και ότι απαιτείται δράση για να αποκατασταθεί, να διατηρηθεί ή να επιτευχθεί μια επιθυμητή κατάσταση. Η αυτόνομη προσαρμογή περιλαμβάνει τις αλλαγές που θα υποστούν τα φυσικά και τα περισσότερα ανθρώπινα συστήματα, ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σχέδιο πολιτικής ή απόφαση. Αντ 'αυτού, η αυτόνομη προσαρμογή θα προκληθεί από αλλαγές στην αγορά ή στην ευημερία λόγω της κλιματικής αλλαγής. Επομένως στα ανθρώπινα συστήματα η αυτόνομη προσαρμογή εξυπηρετεί το ορθολογικό προσωπικό συμφέρον κάθε ατόμου που πλήττεται, ενώ η σχεδιασμένη προσαρμογή είναι αποτέλεσμα στρατηγικής και επικεντρώνεται στις συλλογικές ανάγκες (Leary, 1999).
Στον ακόλουθο Πίνακα παρουσιάζονται τα διαφορετικά είδη της προσαρμογής και κάποια σχετικά παραδείγματα.
Πίνακας 1. Τα διαφορετικά είδη της προσαρμογής (Πηγή: Klein, 2003)
|
Προληπτική προσαρμογή |
Αντιδραστική προσαρμογή |
|
Φυσικά συστήματα |
- |
|
|
Ανθρώπινα συστήματα |
Δημόσια |
|
|
Ιδιωτική |
|
|
(*Δράση που αυξάνει την τρωτότητα και ενδέχεται να προκαλεί οικονομικές και περιβαλλοντικές ζημιές)
Όσον αφορά στην αλλαγή που επιδιώκεται να επιτευχθεί, οι προσπάθειες προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή μπορούν να χωριστούν σε τρείς κατηγορίες (Loginova & Batterbury, 2019; O`Brien et al., 2012):
• Σταδιακή προσαρμογή (incremental adaptation). Η σταδιακή προσαρμογή προσανατολίζεται στην ανθεκτικότητα. Ο κύριος στόχος είναι να εξασφαλιστεί η συνέχιση των επιθυμητών συστημάτων στο μέλλον, ενόψει των μεταβαλλόμενων συνθηκών και της αβεβαιότητας. Οι προτεινόμενες λύσεις επικεντρώνονται σε τεχνολογικές και διαχειριστικές επιδιορθώσεις που ανταποκρίνονται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός ή έχουν προληπτικό χαρακτήρα.
• Μεταβατική προσαρμογή (transitional adaptation). Η μεταβατική προσαρμογή είναι ρεφορμιστική. Περιλαμβάνει αλλαγές στις κοινωνικές σχέσεις και τη συμπεριφορά. Οι «κοινωνικοτεχνικές μεταβάσεις», για παράδειγμα, αναφέρονται στη μετάβαση σε μια ανάπτυξη χαμηλών εκπομπών άνθρακα ως μια προσπάθεια αναδιάρθρωσης της παγκόσμιας οικονομίας με βάση τα ορυκτά καύσιμα, μέσω κοινωνικών καινοτομιών και τεχνολογίας.
• Προσαρμογή μέσω μετασχηματισμού (transformational adaptation). Η μετασχηματιστική προσαρμογή αξιοποιεί ευκαιρίες που αμφισβητούν το status quo των υφιστάμενων οικονομικών και κοινωνικών δομών και αξιών και περιλαμβάνει ριζικές αλλαγές στις δομές. Αυτού του είδους η προσαρμογή προσανατολίζεται στις βασικές αιτίες της τρωτότητας και απαιτεί αλλαγή του καθεστώτος από το επίπεδο της ατομικής συμπεριφοράς έως τις δομές της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Η έννοια της προσαρμογής μέσω μετασχηματισμού είναι σε πρώιμο στάδιο και παρόλο που αρκετές μελέτες έχουν προσπαθήσει να θέσουν ένα σαφές πλαίσιο, η πολυπλοκότητα και η ασάφεια των ορισμών, εμποδίζουν την επιχειρησιακή εφαρμογή της.
Παραδείγματα μέτρων προσαρμογής περιλαμβάνουν: αποτελεσματικότερη χρήση λιγοστών υδάτινων πόρων, προσαρμογή των κανονισμών δόμησης στις μελλοντικές κλιματολογικές συνθήκες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αποτελεσματικότερα αντιπλημμυρικά έργα, ανάπτυξη ανθεκτικών στην ξηρασία καλλιεργειών, επιλογή ειδών δέντρων και δασικών πρακτικών λιγότερο ευάλωτων σε καταιγίδες και πυρκαγιές, πρόβλεψη χερσαίων οδών για την διευκόλυνση της μετανάστευσης των ειδών.
Η προσαρμογή στην αλλαγή του κλίματος περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Άλλες προσαρμογές μπορεί να επηρεάσουν τον τόπο και τον τρόπο με τον οποίο ζουν οι άνθρωποι. Όσοι ζουν στις ακτές ή κοντά στις ακτές μπορεί να χρειαστεί να μετεγκατασταθούν ή να θωρακίσουν τα σπίτια τους για να αντιμετωπίσουν την αύξηση της στάθμης της θάλασσας. Οι κάτοικοι της ενδοχώρας ίσως χρειαστεί να χτίσουν σπίτια ανθεκτικά σε πιο ακραίες καταιγίδες. Πιθανόν να απαιτηθεί από τους ανθρώπους να αυξήσουν την ενεργειακή τους απόδοση για να αντισταθμίσουν τη χρήση ενέργειας και να βοηθήσουν στον μετριασμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Η τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς πιθανότατα θα είναι σημαντική σε μελλοντικές προσπάθειες αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής (Lanser, 2014).
Τα μέτρα προσαρμογής μπορούν επομένως να διακριθούν σε [COM(2007)354]:
• "Ήπια", σχετικώς μη δαπανηρά μέτρα, π.χ. διαφύλαξη των υδάτινων πόρων, αλλαγές στην αμειψισπορά και στις ημερομηνίες σποράς, χρήση ανθεκτικών στην ξηρασία ποικιλιών, προγραμματισμός και ευαισθητοποίηση.
• Δαπανηρά μέτρα προστασίας και μετεγκατάστασης, π.χ. ανύψωση των αντιπλημμυρικών αναχωμάτων, μετακίνηση λιμένων, βιομηχανικών εγκαταστάσεων και ολόκληρων πόλεων και χωριών από παράκτιες περιοχές που βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της θάλασσας και από κατακλυζόμενες εκτάσεις, καθώς και κατασκευή νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής λόγω τυχόν ανεπαρκούς λειτουργίας των υδροηλεκτρικών σταθμών.
Ο προσδιορισμός των αναγκών, όπως προκύπτουν από την τρωτότητα των συστημάτων αναφοράς και τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής, παρέχει τη βάση για τον προσδιορισμό των μέτρων προσαρμογής. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία επιλογών για την προσαρμογή, ανάλογα με την περίπτωση. Με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών, όμως, τα μέτρα προσαρμογής μπορούν να οργανωθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες (Noble et al., 2014):
- Μέτρα προσαρμογής που αφορούν στο δομημένο / φυσικό περιβάλλον
- Μέτρα προσαρμογής που αφορούν στο κοινωνικό περιβάλλον
- Μέτρα προσαρμογής που αφορούν στους θεσμούς.
Στον ακόλουθο Πίνακα παρουσιάζονται οι γενικές αυτές κατηγορίες και υποκατηγορίες των μέτρων προσαρμογής με κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα. Είναι προφανές και από τον Πίνακα 2, ότι πολλά μέτρα προσαρμογής, συχνά, εντάσσονται σε περισσότερες από μία κατηγορίες.
Πίνακας 2. Κατηγορίες και παραδείγματα μέτρων προσαρμογής (Πηγή: Noble et al., 2014)
Κατηγορία μέτρων προσαρμογής |
Παραδείγματα |
|
Δομημένο/φυσικό περιβάλλον |
Κτίρια και δομημένο περιβάλλον |
Θαλάσσια φράγματα και παράκτιες δομές προστασίας, αντιπλημμυρικά έργα, έργα αποθήκευσης και άντλησης υδάτων, έργα αποχέτευσης, κατασκευή καταφυγίων για καταιγίδες/κυκλώνες, νέοι κανονισμοί δόμησης, προσαρμογή των μεταφορών και των οδικών υποδομών, κατασκευή πλωτών κατοικιών, προσαρμογή των σταθμών παραγωγής ενέργειας και των ηλεκτρικών δικτύων |
Τεχνολογία |
Νέες ποικιλίες καλλιεργειών, τεχνικές γενετικής μηχανικής, παραδοσιακές τεχνολογίες και μέθοδοι, αποτελεσματική άρδευση, τεχνολογίες εξοικονόμησης νερού συμπεριλαμβανομένων της αξιοποίησης των όμβριων υδάτων, διατήρηση των γενετικών πόρων στη γεωργία, εγκαταστάσεις αποθήκευσης και συντήρησης τροφίμων, τεχνολογίες χαρτογράφησης και παρακολούθησης κινδύνων, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης, συστήματα μόνωσης κτιρίων, παθητικά συστήματα ψύξης, τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, βιοκαύσιμα δεύτερης γενιάς |
|
Φυσικό περιβάλλον |
Αποκατάσταση του οικοσυστήματος, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης υγροτόπων και πεδιάδων, αύξηση της βιοποικιλότητας, αναδάσωση, πυροπροστασία, πράσινες υποδομές (π.χ. σκιερά δέντρα, πράσινες στέγες), έλεγχος της υπεραλίευσης, υποβοηθούμενη μετανάστευση ή ελεγχόμενη μετακίνηση των ειδών, οικολογικοί διάδρομοι, ex situ διατήρηση σπόρων σε τράπεζα σπόρων, προσαρμοστική διαχείριση της χρήσης γης |
|
Υπηρεσίες |
Δίκτυα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνική προστασία, τράπεζες τροφίμων και διανομή πλεονάσματος τροφίμων, δημοτικές υπηρεσίες συμπεριλαμβανομένης της ύδρευσης και της αποχέτευσης, προγράμματα εμβολιασμού, βασικές υπηρεσίες δημόσιας υγείας, βελτιωμένες ιατρικές υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, διεθνές εμπόριο |
|
Κοινωνικό περιβάλλον |
Εκπαίδευση/ ευαισθητοποίηση |
Ευαισθητοποίηση και ένταξη στην εκπαίδευση, ισότητα των φύλων στην εκπαίδευση, ανταλλαγή τοπικών και παραδοσιακών γνώσεων, συμμετοχή σε τοπικές έρευνες, πλατφόρμες ανταλλαγής γνώσεων και μάθησης, διεθνή συνέδρια και ερευνητικά δίκτυα, επικοινωνία μέσω διαφόρων μέσων |
Ενημέρωση |
Χαρτογράφηση κινδύνου και τρωτότητας, συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και απόκρισης, συστηματική παρακολούθηση και τηλεπισκόπηση, μετεωρολογικές υπηρεσίες , συμπεριλαμβανομένων βελτιωμένων προβλέψεων, ανάπτυξη κλιματικών σεναρίων σε τοπικό επίπεδο, ενσωμάτωση παρατηρήσεων για το κλίμα της περιοχής, σχέδια προσαρμογής βάσει της περιοχής και συμμετοχική ανάπτυξη σεναρίων |
|
Συμπεριφορά |
Στέγαση, προετοιμασία νοικοκυριού και σχεδιασμός εκκένωσης, υποχώρηση και μετανάστευση (η οποία έχει τις δικές της επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και στην ανθρώπινη ασφάλεια), διαφοροποίηση των μέσων διαβίωσης, αλλαγή πρακτικών κτηνοτροφίας και υδατοκαλλιέργειας, αλλαγή καλλιεργειών, αλλαγή πρακτικών καλλιέργειας, προτύπων και χρονικού προγραμματισμού φύτευσης |
|
Θεσμοί |
Οικονομία |
Οικονομικά κίνητρα, συμπεριλαμβανομένων φόρων και επιδοτήσεων, ασφάλιση, ανανεούμενα κεφάλαια, πληρωμές για υπηρεσίες οικοσυστήματος, ταμεία έκτακτης ανάγκης |
Νομικό/θεσμικό πλαίσιο |
Θεσμικό πλαίσιο για την χωροταξία, κανονισμοί δόμησης, κανονισμοί και συμφωνίες για τα ύδατα, νομοθεσία για την μείωση του κινδύνου καταστροφών, νόμοι για την ενθάρρυνση των ασφαλιστικών αγορών, καθορισμός δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και ασφάλειας ιδιοκτησίας γης, προστατευόμενες περιοχές, θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές |
|
Κρατική πολιτική και προγράμματα |
Εθνικά, περιφερειακά και τοπικά σχέδια προσαρμογής, προγράμματα αστικής αναβάθμισης, δημοτικά προγράμματα διαχείρισης υδάτων, σχέδια διαχείρισης καταστροφών και ετοιμότητας, σχέδια σε επίπεδο πόλης, τομεακά σχέδια, τα οποία μπορεί να αφορούν στην ολοκληρωμένη διαχείριση υδάτινων πόρων, στη διαχείριση του τοπίου και των λεκανών απορροής, ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων ζωνών, βιώσιμη διαχείριση των δασών |
Η διαδικασία σχεδιασμού της προσαρμογής αποτελείται, θεμελιωδώς, από τέσσερα βασικά στάδια (Διάγραμμα 1):
- την αξιολόγηση των κλιματικών επιπτώσεων και της τρωτότητας,
- τον σχεδιασμό της προσαρμογής,
- την εφαρμογή των μέτρων προσαρμογής και
- την παρακολούθηση και αξιολόγηση των δράσεων προσαρμογής.
Διάγραμμα 1. Εννοιολογικό πλαίσιο που απεικονίζει (στη σκιασμένη περιοχή) τα επαναλαμβανόμενα βήματα της διαδικασίας προσαρμογής στην κλιματική μεταβλητότητα και αλλαγή (Πηγή: Klein et al., 1999 και ίδια επεξεργασία)
Το 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε κατευθυντήριες γραμμές για την ανάπτυξη στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (SWD(2013) 134 final), με στόχο τη στήριξη των κρατών μελών της ΕΕ στη διαδικασία ανάπτυξης, εφαρμογής και αναθεώρησης των στρατηγικών προσαρμογής τους. Οι οδηγίες περιγράφουν τα βασικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών πολιτικής προσαρμογής, βάσει της εμπειρίας που έχει συσσωρευτεί στην ΕΕ. Το περιεχόμενο αυτών των κατευθυντήριων γραμμών ευθυγραμμίζεται με τα βήματα και τις συστάσεις του εργαλείου υποστήριξης προσαρμογής (Adaptation Support Tool) του Climate-ADAPT, της ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, που δημιουργήθηκε από τη συνεργασία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος.
Οι οδηγίες οργανώνονται σε έξι βήματα, σε αντιστοίχιση με το εργαλείο υποστήριξης προσαρμογής του Climate-ADAPT (ακόλουθο Διάγραμμα). Το πρώτο βήμα πρέπει να θεωρηθεί ως η εισαγωγή των βασικών στοιχείων, που είναι σημαντικά για τη δημιουργία της βάσης για μια επιτυχημένη διαδικασία προσαρμογής. Τα υπόλοιπα πέντε βήματα της διαδικασίας αποτελούν αλληλοσυνδεόμενες φάσεις, οι οποίες συχνά επαναλαμβάνονται.
Διάγραμμα 2. Ο κύκλος του σχεδιασμού της κλιματικής αλλαγής (Πηγή: Climate-ADAPT και ίδια επεξεργασία)
Βήμα 1ο: Προετοιμασία του εδάφους για την προσαρμογή
Βήμα 1α. Εξασφάλιση υποστήριξης σε υψηλό επίπεδο
Η πολιτική στήριξη για την προσαρμογή μπορεί να παρακινηθεί μέσω συστάσεων από ένα υψηλότερο επίπεδο διακυβέρνησης (όπως π.χ. η στρατηγική προσαρμογής της ΕΕ τονίζει την ανάγκη για δράση προσαρμογής σε επίπεδο κρατών μελών) ή θα μπορούσε να δεσμευτεί μέσω νομοθεσίας, ακόμα κι αν αφορά έναν συγκεκριμένο τομέα. Η πολιτική δέσμευση επιτυγχάνεται καλύτερα μέσω μιας ισχυρής εντολής για συμμετοχή σε μια διαδικασία προσαρμογής. Για να διασφαλιστεί η δέσμευση για προσαρμογή, από τους φορείς λήψης πολιτικών αποφάσεων, μακροπρόθεσμα (και πέραν της νομοθετικής περιόδου), ίσως θα ήταν απαραίτητη στην αρχή μια εκστρατεία ευαισθητοποίησης.
Η εξασφάλιση μιας φανερής και αξιόπιστης πολιτικής δέσμευσης, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, αυξάνει την πολιτική σημασία της προσαρμογής, δηλαδή την προτεραιότητά της σε σχέση με άλλα ζητήματα πολιτικής, σε όλα τα επίπεδα. Αυτό, στη συνέχεια, μπορεί να προσφέρει ισχυρό κίνητρο στους εμπλεκόμενους φορείς σε χαμηλότερα επίπεδα, να ενισχύσει τη νομιμοποίηση και τη θέση τους εντός των δικών τους οργανισμών και να συμβάλει στη μείωση των τοπικών αντιδράσεων και την αύξηση της αποδοχής.
Βήμα 1β. Σχεδιασμός της διαδικασίας με δομημένο τρόπο
Η προετοιμασία του εδάφους για την ανάπτυξη πολιτικών προσαρμογής, πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένα βασικά στοιχεία για τον σχεδιασμό της διαδικασίας: (i) τη δημιουργία μιας βασικής ομάδας με ρητή εντολή για τη διαχείριση της όλης διαδικασίας, (ii) τη συνεργασία με όλα τα σχετικά διοικητικά όργανα και (iii) τον προσδιορισμό των εμπλεκόμενων ενδιαφερομένων μερών.
Βήμα 1γ. Εκτίμηση των απαιτούμενων ανθρώπινων και οικονομικών πόρων και προσδιορισμός πιθανών πηγών μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης
Για την επιτυχή διαμόρφωση, ανάπτυξη, εφαρμογή, παρακολούθηση και αξιολόγηση μιας πολιτικής προσαρμογής, απαιτείται επαρκές προσωπικό, χρόνος εργασίας και οικονομικοί πόροι, και αυτό πρέπει να διασφαλιστεί μακροπρόθεσμα.
Ένας άλλος σχετικός παράγοντας είναι η χρηματοδότηση, είτε χρηματοδότηση από εθνικό επίπεδο, από μέσα της ΕΕ ή περιφερειακά και τοπικά ταμεία, καθώς και από ορισμένα διεθνή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) ή η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ).
Βήμα 1δ. Συγκέντρωση πληροφοριών
Η ανάπτυξη της πολιτικής προσαρμογής πρέπει να βασίζεται σε ισχυρά στοιχεία. Αυτό περιλαμβάνει (i) την έρευνα για τις υφιστάμενες και τις πιθανές, μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, (ii) τις δράσεις προσαρμογής που εφαρμόζονται και (iii) παραδείγματα ορθών πρακτικών εντός ή εκτός της χώρας.
(i) Έρευνα για τις υφιστάμενες και τις πιθανές, μελλοντικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η υφιστάμενη έρευνα σχετικά με πιθανές επιπτώσεις που σχετίζονται με την αλλαγή του κλίματος βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πριν τον σχεδιασμό. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο για παράδειγμα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (EEA) καθώς και η υπηρεσία Copernicus για την κλιματική αλλαγή (Copernicus Climate Change Service, C3S) παρέχουν αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του κλίματος της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, ενώ οι εκθέσεις PESETA (PESETA I, II, III και IV) του Κοινού Κέντρου Ερευνών της ΕΕ (Joint Research Centre) αξιολογούν τις πιθανές βιοφυσικές και οικονομικές συνέπειες της μελλοντικής αλλαγής του κλίματος στην Ευρώπη. Η έρευνα θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα έργων και μελετών που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένους τομείς όπως η γεωργία, η δασοκομία, η διαχείριση υδάτων, η αλιεία, η βιοποικιλότητα, η υγεία, η ενέργεια, ο τουρισμός, οι μεταφορές, οι κατασκευές, η οικονομία / βιομηχανία, η πολιτική προστασία / μείωση κινδύνων καταστροφών, κοινωνικά θέματα.
(ii) Προσδιορισμός των υφιστάμενων δράσεων που σχετίζονται με την προσαρμογή.
Είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι υφιστάμενες δράσεις (ακόμα και αν δεν εφαρμόζονται υπό τον τίτλο της προσαρμογής), όπως π.χ. μείωση και διαχείριση κινδύνων καταστροφών, προστασία της βιοποικιλότητας ή πολιτικές σχεδιασμού χρήσης γης. Επιπλέον, πρέπει να προσδιοριστούν οι υφιστάμενες τομεακές ή περιφερειακές στρατηγικές / σχέδια προσαρμογής στη χώρα, καθώς και διακρατικές και ευρωπαϊκές δραστηριότητες προσαρμογής. Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντική η συνεργασία με αξιωματούχους από άλλους φορείς, εστιάζοντας στις ακόλουθες κατευθυντήριες ερωτήσεις:
- Έχουν ήδη αντιμετωπίσει τα θέματα της κλιματικής αλλαγής ή της προσαρμογής;
- Γνωρίζουν μελέτες ή έργα σχετικά με το θέμα της κλιματικής αλλαγής ή προσαρμογής από άλλες πηγές (πανεπιστήμια, άλλα ερευνητικά ιδρύματα, υπουργεία, άλλα κράτη κ.λπ.) που είναι σημαντικές;
- Υπάρχουν ήδη μέτρα που συμβάλλουν στην προσαρμογή, ακόμη και αν δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα ή επισημαίνονται ως μέτρα προσαρμογής;
- Έχουν ήδη εφαρμοστεί στοχευμένες δράσεις προσαρμογής;
- Υπάρχουν εργαλεία, στρατηγικές, διαδικασίες κ.λπ., που είναι σημαντικά ή θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή;
- Ποια είναι τα υπάρχοντα δίκτυα ή πρωτοβουλίες που σχετίζονται με την προσαρμογή και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την προσαρμογή;
(iii) Διερεύνηση παραδειγμάτων ορθών πρακτικών εντός ή εκτός της χώρας.
Οι δράσεις προσαρμογής που λειτουργούν αποτελεσματικά σε έναν τομέα μπορούν δυνητικά να μεταφερθούν για την αντιμετώπιση παρόμοιων προκλήσεων σε άλλους τομείς, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η πλατφόρμα Climate-ADAPT, για παράδειγμα, περιέχει πληροφορίες σχετικά με καλές πρακτικές προσαρμογής, από διάφορες μελέτες περίπτωσης, οι οποίες μπορούν να βοηθήσουν στη διαδικασία.
Βήμα 1ε. Δράσεις επικοινωνίας και ευαισθητοποίησης σχετικά με την προσαρμογή
Η επιτυχής επικοινωνία για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή αποτελεί συχνά το κλειδί για την εξασφάλιση πολιτικής και κοινωνικής στήριξης, την ενίσχυση της συμμετοχής του κοινού και την ενθάρρυνση της δράσης του ιδιωτικού τομέα. Για το σκοπό αυτό, πρέπει να αναπτυχθούν τα κατάλληλα μηνύματα, στην πιο κατάλληλη μορφή, για τα διαφορετικά είδη κοινού. Ο εντοπισμός αποτελεσματικών τρόπων επικοινωνίας της κλιματικής αλλαγής και των αναγκών προσαρμογής αποτελεί βασική προϋπόθεση για κοινές προσπάθειες προσαρμογής μεταξύ των αρμόδιων φορέων και των ενδιαφερόμενων μερών και πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της προετοιμασίας μιας στρατηγικής προσαρμογής.
(i) Αποσαφήνιση της ορολογίας.
(ii) Επικοινωνία σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις ανάγκες προσαρμογής
Η επικοινωνία από τις αρμόδιες αρχές, σχετικά με την κλιματική αλλαγή και τις ανάγκες προσαρμογής, είναι απολύτως απαραίτητη, προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση, να ενισχυθεί η αποδοχή και να υπάρχει ισχυρό κίνητρο για την ανάληψη δράσεων προσαρμογής. Η παροχή πληροφοριών σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τις επιπτώσεις και τις πιθανές δράσεις προσαρμογής θα πρέπει να σχεδιαστεί, έτσι ώστε να προσεγγίζει διαφορετικά είδη κοινού. Παραδείγματα ορθών πρακτικών από άλλες χώρες θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη διαδικασία αυτή. Υπάρχουν διάφορες μορφές επικοινωνίας που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, όπως προσωπικές διαβουλεύσεις, διαδικτυακές επικοινωνίες/ πλατφόρμες και ενημέρωση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μια εθνική διαδικτυακή πύλη που συγκεντρώνει πληροφορίες σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την προσαρμογή της κλιματικής αλλαγής αποτελεί επίσης χρήσιμο εργαλείο για τη διάδοση σχετικών πληροφοριών.
Βήμα 2ο: Εκτίμηση της τρωτότητας και των κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή
Στόχος αυτού του σταδίου είναι ο σχηματισμός μιας ολοκληρωμένης εικόνας, σχετικά με τους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς κλιματικούς κινδύνους, καθώς και τυχόν ευκαιρίες που ενδεχομένως προκύψουν, η οποία να χρησιμοποιηθεί ως βάση για την ανάπτυξη της στρατηγικής προσαρμογής. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω μιας διαδικασίας εκτίμησης της τρωτότητας και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, CCIV (Climate Change Impact, Vulnerability assessment). Όπως αναφέρει και σε έκθεσή του ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΕΑ, 2018), οι περισσότερες χώρες προέβησαν σε εθνικές ή τομεακές μελέτες εκτίμησης CCIV, προκειμένου να σχεδιάσουν την εθνική στρατηγική τους για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Γενική διαδικασία εκτίμησης των επιπτώσεων, της τρωτότητας και των κινδύνων λόγω της κλιματικής αλλαγής
Σε γενικές γραμμές η διαδικασία εκτίμησης της τρωτότητας και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, CCIV αποτελείται από τα παρακάτω στάδια:
- Προσδιορισμός των στόχων, του πλαισίου και του πεδίου, των κλιματικών επιπτώσεων, των τρωτών σημείων και της εκτίμησης κινδύνου.
- Ιεράρχηση και προσδιορισμός επιλεγμένων κινδύνων και ανάπτυξη αλυσίδων επιπτώσεων.
- Συγκέντρωση πληροφοριών για το κλίμα, την επικινδυνότητα, την έκθεση και την τρωτότητα για τους συγκεκριμένους κινδύνους.
- Εκτίμηση κινδύνου για κάθε έναν από τους επιλεγμένους κινδύνους.
- Προσδιορισμός ευρύτερων κινδύνων και κρίσιμων σημείων.
Το τελευταίο βήμα σε κάθε εκτίμηση κινδύνου, όταν αξιολογούνται περισσότεροι του ενός κίνδυνοι, θα πρέπει να είναι μια ανάλυση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μεμονωμένων
Συνυπολογισμός διασυνοριακών ζητημάτων
Οι περισσότερες άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις της αλλαγής του κλίματος έχουν διασυνοριακό χαρακτήρα. Τα διασυνοριακά ζητήματα δημιουργούν αλληλεξαρτήσεις μεταξύ χωρών (π.χ. υδρολογικά, κοινωνικά και οικονομικά στην περίπτωση του νερού). Επομένως, μια χώρα πρέπει να επιδιώξει να δημιουργήσει επαφή με γειτονικές χώρες, για να ενημερώσει σχετικά με τη διαδικασία προσαρμογής και τους τομείς ανησυχίας, όσον αφορά τις διασυνοριακές επιπτώσεις και να εντοπίσει προσεγγίσεις για συντονισμό σε διαφορετικά πολιτικά, νομικά και θεσμικά πλαίσια.
Αντιμετώπιση των κενών στις πληροφορίες και της αβεβαιότητας
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως η διαδικασία εκτίμησης των κλιματικών κινδύνων ενέχει σημαντικές αβεβαιότητες. Η ποιότητα των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται η αξιολόγηση, καθώς και πιθανά κενά, πρέπει να περιγράφονται με σαφήνεια. Επίσης, δεδομένης της αβεβαιότητας που σχετίζεται με τις κλιματικές προβλέψεις, απαιτούνται ισχυρές στρατηγικές έναντι μιας μεγάλης ποικιλίας πιθανών μελλοντικών συνθηκών. Η αντιμετώπιση της αβεβαιότητας στον σχεδιασμό προσαρμογής είναι ένα σημαντικό και απαιτητικό ζήτημα.
Προσδιορισμός των κύριων λόγων ανησυχίας και καθορισμός των στόχων της στρατηγικής για προσαρμογή.
Η στρατηγική ορίζεται με βάση τις προβλέψεις και τους στόχους (βραχυπρόθεσμα έως το 2030, μεσοπρόθεσμα έως το 2050, μακροπρόθεσμα έως το 2080/2100), λαμβάνοντας υπόψη την κλιματική αλλαγή, την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και άλλους μη κλιματικούς παράγοντες.
Βήμα 3ο: Προσδιορισμός των δράσεων προσαρμογής
Ένα λεπτομερές σχέδιο δράσης, που καθορίζει πώς, πότε και από ποιον πρέπει να εφαρμοστούν συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική επίτευξη των στόχων της προσαρμογής. Αυτό το στάδιο βοηθά τις εθνικές και περιφερειακές αρχές να εντοπίσουν πιθανές επιλογές προσαρμογής και να συλλέξουν σχετικές πληροφορίες για αυτές τις επιλογές σε ένα χαρτοφυλάκιο, το οποίο θα διευκολύνει την περαιτέρω ιεράρχηση των επιλογών.
Τα μέτρα προσαρμογής στοχεύουν στην αντιμετώπιση των λόγων ανησυχίας που έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως (βλ. Βήμα 2), έτσι ώστε να μειωθούν οι αναμενόμενες δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε ένα αποδεκτό επίπεδο και να μειωθεί ο κίνδυνος. Επιπλέον, στοχεύουν στην αξιοποίηση τυχόν ευκαιριών που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή.
Οι επιλογές προσαρμογής μπορούν να κυμαίνονται από μέτρα αύξησης της προσαρμοστικής ικανότητας (π.χ. δημιουργία γνώσης και ανταλλαγή πληροφοριών, δημιουργία υποστηρικτικών θεσμικών πλαισίων) ή δημιουργίας συστημάτων διαχείρισης και μηχανισμών στήριξης (π.χ. καλύτερος σχεδιασμός διαχείρισης γης, ασφαλιστικοί μηχανισμοί) έως δράσεις προσαρμογής που υλοποιούνται επί τόπου, π.χ. μέτρα με βάση το οικοσύστημα.
Οι επιλογές προσαρμογής μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε γκρι, πράσινα και "ήπια" (soft) μέτρα.
- Τα γκρίζα μέτρα αναφέρονται σε τεχνολογικές και μηχανολογικές λύσεις για τη βελτίωση της προσαρμογής του εδάφους, των υποδομών και των ανθρώπων (π.χ. ανακαίνιση κτιρίων, ενίσχυση της αντιπλημμυρικής θωράκισης, αύξηση της χωρητικότητας των συστημάτων αποχέτευσης).
- Τα πράσινα μέτρα αναφέρονται στην προσέγγιση που βασίζεται στο οικοσύστημα (ή στη φύση) και χρησιμοποιούν τις πολλαπλές υπηρεσίες που παρέχονται από φυσικά οικοσυστήματα για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και της ικανότητας προσαρμογής (π.χ. εφαρμογή ή επέκταση πράσινων υποδομών για τη διαχείριση της απορροής υδάτων, διεύρυνση των ποταμών και δημιουργία φυσικών ταμιευτήρων νερού).
- Τα ήπια μέτρα περιλαμβάνουν τα πολιτικά, νομικά, κοινωνικά, διαχειριστικά και οικονομικά μέτρα που μπορούν να αλλάξουν την ανθρώπινη συμπεριφορά και τους τρόπους διακυβέρνησης, συμβάλλοντας στη βελτίωση της ικανότητας προσαρμογής και στην ευαισθητοποίηση για θέματα κλιματικής αλλαγής.
Βήμα 3α. Δημιουργία λίστας κατάλληλων δράσεων προσαρμογής
Βήμα 3β. Εύρεση παραδειγμάτων ορθών πρακτικών προσαρμογής
Βήμα 3γ. Λεπτομερής περιγραφή των επιλογών προσαρμογής
Βήμα 4ο: Αξιολόγηση των δράσεων προσαρμογής
Αφού προσδιοριστούν οι επιλογές προσαρμογής, τα επόμενα βήματα είναι η αξιολόγηση και η ιεράρχηση τους, με βάση την αναλυτική περιγραφή τους και συγκεκριμένα κριτήρια. Η επιλογή των προτιμώμενων δράσεων προσαρμογής ενδείκνυται να γίνεται με συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων.
Βήμα 4α. Αξιολόγηση των πιθανών επιλογών προσαρμογής, με βάση τα αποτελέσματα, το χρόνο, το κόστος, τα οφέλη και την απαιτούμενη προσπάθεια
Οι φορείς λήψης αποφάσεων θα πρέπει να στοχεύουν σε μια επικερδή για όλους στρατηγική, "win-win" (δράσεις προσαρμογής που αποφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα όσον αφορά στην ελαχιστοποίηση των κλιματικών κινδύνων ή την αξιοποίηση πιθανών ευκαιριών, αλλά έχουν επίσης σημαντική συμβολή σε άλλους κοινωνικούς, περιβαλλοντικούς ή οικονομικούς στόχους) ή τουλάχιστον σε δράσεις χωρίς αρνητικό αντίκτυπο, "no regret" (δράσεις με θετικές επιπτώσεις, ανεξάρτητα από την έκταση της μελλοντικής αλλαγής του κλίματος). Κάθε επιλογή πρέπει να αξιολογηθεί με δύο τρόπους: α) σε ποιο βαθμό η επιλογή θα βοηθήσει στην επίτευξη του στόχου προσαρμογής και β) ποιες είναι οι επιπτώσεις στο ευρύτερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό περιβάλλον. Η βιωσιμότητα των δράσεων προσαρμογής αξιολογείται με χρήση κάποιων εργαλείων οικονομικής ανάλυσης, που βασίζονται στις εκτιμήσεις κόστους και ωφελειών, αλλά ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με τους στόχους της μελέτης, το επίπεδο και τον τομέα.
Τα βασικότερα από αυτά τα εργαλεία είναι τα ακόλουθα:
- Η ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας είναι ένα εργαλείο που συγκρίνει το σχετικό κόστος και τα αποτελέσματα (επιπτώσεις) διαφορετικών δράσεων. Η ανάλυση κόστους-αποτελεσματικότητας διαφέρει από την ανάλυση κόστους-οφέλους, η οποία αποδίδει μια χρηματική αξία στο μέτρο του αποτελέσματος.
- Η ανάλυση κόστους-οφέλους έχει δύο κύριους σκοπούς: i) Να αξιολογήσει εάν μια επένδυση / απόφαση είναι ορθή, εφόσον τα οφέλη υπερτερούν των δαπανών (αιτιολόγηση / βιωσιμότητα) και ii) την παροχή μιας βάσης για τη σύγκριση μεταξύ εναλλακτικών, βάσει της σύγκρισης του συνολικού αναμενόμενου κόστους κάθε επιλογής έναντι των συνολικών αναμενόμενων οφελών της.
- Η πολυκριτηριακή ανάλυση (MCA), είναι ένα εργαλείο λήψης αποφάσεων που αναπτύχθηκε για σύνθετα προβλήματα. Το κύριο πλεονέκτημα των μεθόδων MCA είναι η ικανότητά τους να ενσωματώνουν μια ποικιλία κριτηρίων με έναν πολυδιάστατο τρόπο και να προσαρμόζονται σε μια μεγάλη ποικιλία πλαισίων.
- Τα οικονομικά μοντέλα είναι απλοποιημένα, συχνά μαθηματικά πλαίσια, σχεδιασμένα για να απεικονίζουν πολύπλοκες διαδικασίες. Οι πολιτικές και οι δράσεις που βασίζονται σε οικονομικά μοντέλα παρουσιάζουν πλεονέκτημα όσον αφορά στην εγκυρότητα τους.
Βήμα 4β. Ιεράρχηση και επιλογή μεταξύ των εναλλακτικών δράσεων προσαρμογής
Με βάση την αξιολόγηση που προηγήθηκε, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια επιλογή των καταλληλότερων δράσεων προσαρμογής, συνήθως μέσω μιας πολυκριτηριακής ανάλυσης. Η συμμετοχή όλων των ενδιαφερόμενων μερών στη διαδικασία αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριληφθούν διαφορετικές αξίες και κριτήρια στην αξιολόγηση. Συνήθως υπάρχουν πολλές βιώσιμες εναλλακτικές, μεταξύ των οποίων πρέπει να γίνει επιλογή για μια αποτελεσματική προσαρμογή. Μερικές από αυτές θεωρούνται αποτελεσματικές στην ελαχιστοποίηση των κινδύνων, ακόμη και έναντι των σχετικών αβεβαιοτήτων, σχετικά με τους κινδύνους και τα οφέλη. Λόγω του ευρέος φάσματος των πιθανών μελλοντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της αβεβαιότητας των εκτιμήσεων, συνήθως προτιμώνται δράσεις πολλαπλού οφέλους, ή δράσεις no-regret και low-regret (όπως, για παράδειγμα, οι συσκευές εξοικονόμησης νερού σε περιοχές που αντιμετωπίζουν ξηρασία ή η μόνωση των κτιρίων σε περιοχές που εκτίθενται σε κύματα καύσωνα). Επίσης, η επιλογή δράσεων πολλαπλού οφέλους μπορεί να διευκολύνει τη χρηματοδότηση σχετικών μέτρων, εκταμιεύοντας πόρους και δίνοντας έμφαση στα κοινά οφέλη, που υπερβαίνουν το κόστος των επενδύσεων.
Βήμα 4γ. Προετοιμασία εγγράφου στρατηγικής και λήψη πολιτικής έγκρισης
Αφού εντοπιστούν οι κύριοι λόγοι ανησυχίες και προσδιοριστούν οι προτιμώμενες επιλογές προσαρμογής, μπορεί να δημιουργηθεί ένα στρατηγικό πλαίσιο (στρατηγική) για προσαρμογή, συνοψίζοντας τα ευρήματα από προηγούμενα βήματα. Με το στρατηγικό αυτό πλαίσιο και έχοντας πραγματοποιήσει (ευρύτερη) διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς, η πολιτική έγκριση είναι απαραίτητη για τη θέσπιση πλαισίου για την εφαρμογή των δράσεων προσαρμογής. Το στρατηγικό πλαίσιο για την προσαρμογή (στρατηγική) πρέπει να είναι ένα έγγραφο αναφοράς, συνοψίζοντας από τα προηγούμενα βήματα τα ακόλουθα σημεία:
- Γενικός στόχος της προσαρμογής και της στρατηγικής κατεύθυνσης (ο οποίος είναι ακόμη πιο σημαντικός εάν επιλεγεί μια μετασχηματιστική προσέγγιση).
- Προσέγγιση που επιλέχθηκε για την ανάπτυξη της στρατηγικής, συμπεριλαμβανομένης της συνεργασίας με αρχές και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς (π.χ. ομάδες συμφερόντων, ΜΚΟ, ιδιωτικός τομέας).
- Βάση γνώσεων και ορθές πρακτικές (εφόσον έχουν διερευνηθεί).
- Βασικοί λόγοι ανησυχίας που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή.
- Αβεβαιότητες σχετικά με την κλιματική αλλαγή, τις μελλοντικές εξελίξεις και την προσαρμογή.
- Στόχοι προσαρμογής (για επιλεγμένες περιοχές πολιτικής/ τομείς ή/ και θέματα).
- Πλαίσιο δράσης, που περιλαμβάνει:
- Πρόβλεψη για την προετοιμασία ενός προγράμματος προσαρμογής ή/ και τομεακών σχεδίων.
- Καθορισμός χρονικού πλαισίου για την ανάπτυξη συγκεκριμένων δράσεων.
- Καθορισμός των ευθυνών και των πόρων που απαιτούνται.
- Κριτήρια για εξερεύνηση, αξιολόγηση και επιλογή δράσεων προσαρμογής.
- Συντονισμός και συνέργειες μεταξύ εθνικών και περιφερειακών αρχών καθώς και τομεακών/θεματικών φορέων (π.χ. σχέδια πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων καταστροφών, σχέδια διαχείρισης κινδύνων πλημμύρας) και διασυνοριακές δράσεις προσαρμογής.
- Δραστηριότητες για ευαισθητοποίηση, επικοινωνία για την προσαρμογή και ανάπτυξη ικανοτήτων.
- Σύστημα και χρονοδιάγραμμα για την αναθεώρηση της στρατηγικής, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση.
Βήμα 5ο: Εφαρμογή του σχεδίου προσαρμογής
Βήμα 5α. Ανάπτυξη του σχεδίου δράσης για την προσαρμογή
Το σχέδιο δράσης προσαρμογής είναι το σημαντικότερο μέσο πολιτικής για την εφαρμογή της προσαρμογής. Καθορίζει τι απαιτούμενες ενέργειες, έτσι ώστε οι προσδιορισμένες επιλογές προσαρμογής, να μετατραπούν σε ενέργειες, καθορίζοντας από ποιον και πότε και προσδιορίζοντας τις ανάγκες και την κατανομή πόρων. Ο κύριος σκοπός ενός σχεδίου δράσης προσαρμογής είναι να καθοδηγήσει τη διαδικασία εφαρμογής, παρέχοντας έναν λεπτομερή χάρτη πορείας για την εφαρμογή των δράσεων προσαρμογής.
Σε σύγκριση με το στρατηγικό πλαίσιο, ένα σχέδιο δράσης έχει συνήθως μικρότερο χρονικό ορίζοντα και επομένως υπόκειται σε συχνότερες αναθεωρήσεις. Με βάση το εθνικό σχέδιο δράσης, τα χαμηλότερα επίπεδα διακυβέρνησης σε μια χώρα (περιφέρειες και δήμοι), θα πρέπει να αναπτύξουν τα δικά τους σχέδια πολιτικής προσαρμογής, προσαρμόζοντας τα συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής στην περιοχή τους.Το σχέδιο δράσης παρουσιάζει και περιγράφει τις επιλεγμένες δράσεις προσαρμογής, ενδεχομένως οργανωμένες σε τομείς δραστηριότητας ή/και οριζόντιες ή γενικές δράσεις, και περιγράφει τους τρόπους υλοποίησής τους.
Βήμα 5β. Οργάνωση της διακυβέρνησης της εφαρμογής σε διάφορους τομείς και επίπεδα
Η καθιέρωση ενός πλαισίου διακυβέρνησης για την εφαρμογή της προσαρμογής συνεπάγεται ουσιαστικά την οργάνωση της επικοινωνίας, της συνεργασίας και του συντονισμού μεταξύ τομέων και επιπέδων με τη δημιουργία κατάλληλων δομών, κανόνων, μηχανισμών, ρυθμίσεων και μορφών. Η εφαρμογή της προσαρμογής του κλίματος χρησιμοποιώντας διαφορετικούς τρόπους διακυβέρνησης, παρουσιάζει σημαντικό πλεονέκτημα. Οι πιθανές προσεγγίσεις διακυβέρνησης κυμαίνονται στο ακόλουθο φάσμα:
- Επίσημη διακυβέρνηση: έχουσα ισχυρή νομική βάση, θεσμοθετημένη, μόνιμη, από πάνω προς τα κάτω, "σκληρή" (π.χ. δεσμευτικές υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων, μόνιμοι φορείς συντονισμού με νομική εντολή, κανονιστικές απαιτήσεις για τομεακά σχέδια προσαρμογής) ·
- Άτυπη διακυβέρνηση: εθελοντική, ανεπίσημη, μη ιεραρχική, βασισμένη στη συνεργασία, «ήπια» (π.χ. εθελοντικές συμφωνίες, μορφές διαλόγου, ανταλλαγή γνώσεων).
Και οι δύο προσεγγίσεις έχουν ισχυρά και αδύναμα σημεία. Από τη μία πλευρά, οι πιο επίσημες προσεγγίσεις διακυβέρνησης δημιουργούν μεγαλύτερη πίεση εφαρμογής μέσω δεσμευτικών υποχρεώσεων. Από την άλλη πλευρά, οι άτυπες διαδικασίες διακυβέρνησης μπορεί να ωφεληθούν από τον λιγότερο πολιτικοποιημένο χαρακτήρα τους, έχουν μεγαλύτερο περιθώριο δημιουργικότητας και διευκολύνουν τις γρήγορες αποφάσεις. Ο συνδυασμός τυπικών και άτυπων τρόπων διακυβέρνησης με ευέλικτους τρόπους επιτρέπει την αξιοποίηση των δυνατοτήτων και των δύο προσεγγίσεων.
Ο επιτυχής συντονισμός θα πρέπει να μειώνει τα εμπόδια εφαρμογής που προκύπτουν συνήθως υπό συνθήκες κακής διακυβέρνησης, όπως ασαφείς ευθύνες, περιορισμένη συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών, έλλειψη ανταλλαγής γνώσεων, περιορισμένες θεσμικές ικανότητες (π.χ. όσον αφορά στους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους και την τεχνογνωσία), ασυνεπείς ή αντικρουόμενες νομοθεσίες και αντικρουόμενες αξίες και συμφέροντα.
Βήμα 5γ. Ένταξη: Ενσωμάτωση της προσαρμογής σε εργαλεία και τομεακές πολιτικές
Η υιοθέτηση και η εφαρμογή των στόχων και των μέτρων προσαρμογής στις τομεακές πολιτικές και τα εργαλεία τους είναι απαραίτητη, διότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει ουσιαστικά όλους τους τομείς της διοίκησης και των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων. Ως αποτέλεσμα, η προσαρμογή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μεμονωμένα από τις υφιστάμενες πολιτικές (π.χ. νομοθεσία, συστήματα χρηματοδότησης), τα μέσα (π.χ. νομοθεσία, στρατηγικές, σχέδια, προγράμματα, έργα, χρηματοδότηση, εκπαίδευση), τις δομές διαχείρισης (π.χ. δίκτυα) και τις διαδικασίες (π.χ. λήψης αποφάσεων) άλλων τομέων, αλλά πρέπει να εφαρμοστεί σε μεγάλο βαθμό μέσω τομεακών γραμμών δράσης. Η εφαρμογή της προσαρμογής απαιτεί συνεπώς την ενσωμάτωση των πολιτικών προσαρμογής σε τομείς. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της ενσωμάτωσης της προσαρμογής είναι η ένταξη σε εργαλεία τομεακής πολιτικής. Ο κύριος τρόπος επίτευξης της ενσωμάτωσης της πολιτικής είναι η οριζόντια διακυβέρνηση, η οποία ενσωματώνει τους μηχανισμούς, τους θεσμούς και τις διαδικασίες συντονισμού, συνεργασίας και δικτύωσης.
Η ενσωμάτωση ουσιαστικά σημαίνει ενσωμάτωση της προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα της τομεακής χάραξης πολιτικής, από ατζέντες πολιτικής, νομοθεσίες, στρατηγικές, εργαλεία (όπως προγράμματα και σχέδια) έως προϋπολογισμούς και έργα. Ένας κύριος στόχος είναι η επίτευξη συνοχής των δημόσιων πολιτικών, δηλαδή η ευθυγράμμιση και η εναρμόνιση των διαφόρων τομεακών πολιτικών με τους στόχους προσαρμογής, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι συγκρούσεις, να αποφευχθούν αντισταθμίσεις και να προωθηθούν αμοιβαίες συνέργειες για την επίτευξη κοινών στόχων.
Υπάρχει ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο υφιστάμενων εργαλείων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή στρατηγικών προσαρμογής και σχεδίων δράσης σε διάφορους τομείς και επίπεδα, και να αποτελέσουν τα βασικά μέσα για την επίτευξη της ενσωμάτωσης και της κάθετης εφαρμογής. Η ενσωμάτωση της προσαρμογής στο επίπεδο των πολιτικών της ΕΕ αποτελεί σημαντικό παράγοντα ολοκλήρωσης της πολιτικής προσαρμογής σε εθνικό επίπεδο. Στα παραδείγματα περιλαμβάνονται οι πολιτικές της ΕΕ για τη διαχείριση των υδάτων (οδηγία πλαίσιο για τα ύδατα), την διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας (οδηγία για τις πλημμύρες), τη μείωση του κινδύνου καταστροφών (μηχανισμός πολιτικής προστασίας), τον πολεοδομικό σχεδιασμό (Ευρωπαϊκό πρόγραμμα για το αστικό περιβάλλον, σύμφωνο των δημάρχων για το κλίμα και την ενέργεια) και τις πράσινες υποδομές καθώς και διατομεακές πολιτικές (π.χ. για την εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων).
Βήμα 5δ. Πλαίσιο πολυεπίπεδου συντονισμού και υποστηρικτικής διακυβέρνησης
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει όλα τα επίπεδα διοικητικής οργάνωσης, που κυμαίνονται από επίπεδο ΕΕ, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό / επίπεδο πόλης. Επομένως, όλα τα επίπεδα πρέπει να σχεδιάσουν και να αναλάβουν προληπτική δράση για την προσαρμογή του κλίματος στην αντίστοιχη σφαίρα εξουσίας τους. Η εφαρμογή της προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα διακυβέρνησης με συνεκτικό και αποτελεσματικό τρόπο απαιτεί επαρκείς μηχανισμούς και ρυθμίσεις για πολυεπίπεδο συντονισμό και συνεργασία.
Το εθνικό επίπεδο διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ευθυγράμμιση των πολιτικών προσαρμογής του σε επίπεδο ΕΕ και σε διεθνές επίπεδο και στην υποστήριξη διαδικασιών προσαρμογής σε χαμηλότερα επίπεδα, που περιλαμβάνουν όλα τα στάδια του κύκλου προσαρμογής. Η κάθετη διακυβέρνηση, για την προώθηση της προσαρμογής σε κατώτερα επίπεδα, συνεπάγεται την παροχή ενός σαφούς στρατηγικού και νομικού πλαισίου, μηχανισμών χρηματοδότησης, καθώς και ένα πλαίσιο διευκόλυνσης, ενεργοποίησης και ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών και άλλων (μη χρηματικών) μορφών υποστήριξης.
Η υποστήριξη από το υψηλότερο επίπεδο σε χαμηλότερα αποκτά μεγαλύτερη σημασία όσο περισσότερο προχωρά η διαδικασία προς το στάδιο εφαρμογής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι πιο άμεσα εμφανείς σε τοπική κλίμακα και σε αυτό το επίπεδο πρέπει να ληφθεί μεγάλο μέρος των συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής. Από την άλλη πλευρά, οι διοικητικές αρχές χαμηλότερου επιπέδου συχνά περιορίζονται σημαντικά από περιορισμένους πόρους και ικανότητες (προϋπολογισμός, προσωπικό, εμπειρογνωμοσύνη, επαφές σε σχετικά δίκτυα φορέων κ.λπ.) και επομένως χρειάζονται ενίσχυση. Σε αυτή την κατεύθυνση, έχει κατασκευαστεί, από το Climate-ADAPT, το Urban Adaptation Support Tool, για να καθοδηγήσει πόλεις, κωμοπόλεις και άλλες τοπικές αρχές στον σχεδιασμό της διαδικασίας προσαρμογής, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις του Συμφώνου των Δημάρχων για το Κλίμα και την Ενέργεια.
Τα υψηλότερα (εθνικά ή περιφερειακά) επίπεδα μπορούν να υποστηρίξουν τη χάραξη πολιτικής προσαρμογής σε χαμηλότερα επίπεδα μέσω διαφόρων μηχανισμών και προσπαθειών, συμπεριλαμβανομένων νομικών απαιτήσεων, εισροών πολιτικής, χρηματοδότησης, ανάπτυξης ικανοτήτων και άλλων μη χρηματικών μέτρων στήριξης.
Βήμα 6ο: Παρακολούθηση και αξιολόγηση της προσαρμογής
Οι προσπάθειες για παρακολούθηση και αξιολόγηση της προσαρμογής εξυπηρετούν γενικά τόσο τη μάθηση όσο και την απόδοση ευθυνών. Στα αρχικά στάδια της εφαρμογής πολιτικών προσαρμογής, οι προσπάθειες επικεντρώνονται συνήθως στην παρακολούθηση και την αξιολόγηση των διαδικασιών που καθορίζονται από τις πολιτικές προσαρμογής (τι γίνεται τώρα;). Οι διαδικασίες μπορεί να περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, μηχανισμούς συντονισμού που έχουν τεθεί σε εφαρμογή, δραστηριότητες έρευνας και επικοινωνίας ή συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών σε διαδικασίες προσαρμογής. Καθώς αυξάνεται η εμπειρία εφαρμογής δράσεων προσαρμογής, καθίσταται ολοένα και πιο σημαντικό να κατανοήσουμε επίσης τα αποτελέσματα τέτοιων διαδικασιών και σχετικών δράσεων προσαρμογής (τι διαφορά έχει για τις ευπάθειες και τους κινδύνους μας;).
Καθώς οι κυβερνήσεις εφαρμόζουν όλο και περισσότερο σχέδια προσαρμογής και πραγματοποιούνται αναθεωρήσεις των εθνικών στρατηγικών προσαρμογής (NAS) και των εθνικών σχεδίων προσαρμογής (NAP), αποκτάται όλο και περισσότερη εμπειρία στην παρακολούθηση και περιορισμένη εμπειρία στην αξιολόγηση. Λόγω της αύξησης της προσαρμογής και των σχετικών με την προσαρμογή δράσεων, καθίσταται πιο σημαντικό να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα, η αποδοτικότητα και η ισότητα των παρεμβάσεων προσαρμογής. Μια στρατηγική παρακολούθησης και αξιολόγησης μπορεί να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα της διαδικασίας προσαρμογής στην πάροδο του χρόνου. Η κατανόηση του καλύτερου τρόπου προσαρμογής στη μελλοντική αλλαγή του κλίματος, της αποτελεσματικής μείωσης των κινδύνων και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας και της προσαρμοστικής ικανότητας, μπορεί να είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο. Μαθαίνοντας τι λειτουργεί καλά (ή όχι) σε ποιες περιστάσεις και για ποιους λόγους είναι κρίσιμη πληροφορία για το μέλλον.
Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ήδη ορατές και θα συνεχίσουν να είναι για πολλά ακόμη χρόνια. Απαιτούνται στρατηγικές προσαρμογής σε όλα τα επίπεδα διοίκησης: σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Λόγω της ποικίλης σοβαρότητας και της φύσης των κλιματικών επιπτώσεων μεταξύ περιφερειών στην Ευρώπη, οι περισσότερες πρωτοβουλίες προσαρμογής θα αναληφθούν σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Η ικανότητα αντιμετώπισης και προσαρμογής διαφέρει μεταξύ πληθυσμών, οικονομικών τομέων και περιφερειών στην Ευρώπη. Η προσαρμογή είναι επομένως ζωτικής σημασίας για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κλιματικής μεταβλητότητας και των αναπόφευκτων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, αλλά και για την αξιοποίηση τυχόν ευκαιριών που μπορεί να προκύψουν.
Η Ευρωπαϊκή πολιτική για την προσαρμογή εγκαινιάστηκε τυπικά το 2007, με την δημοσίευση της "Πράσινης Βίβλου" [COM(2007)354] στις 29 Ιουνίου του ίδιου έτους και αποτελεί την πρώτη απόπειρα από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός κοινού πλαισίου πολιτικής (αλλά και θεσμών) προσαρμογής στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (Ε.Κε.Π.Ε.Κ. Παντείου Πανεπιστημίου et al., 2011). Εστιάζει περισσότερο στην προληπτική λειτουργία της προσαρμογής, καθώς αυτή έχει συγκριτικά μικρότερο οικονομικό κόστος από την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και σημαντικά πλεονεκτήματα. Ειδικότερα, διαχωρίζει τα μέτρα προσαρμογής, τα οποία θα πρέπει να ληφθούν, σε ήπια και σε δαπανηρά. Προτείνει επίσης, την ενσωμάτωση της στρατηγικής προσαρμογής στην ευρύτερη διαδικασία λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα πολιτικής. Τα κράτη μέλη καλούνται να εκπονήσουν εθνικά σχέδια για την προσαρμογή.
Η Πράσινη Βίβλος βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες. Ο πρώτος, ο οποίος είναι και ο σημαντικότερος, αφορά την πρώιμη δράση, δηλαδή την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Ο δεύτερος πυλώνας, αφορά την ενσωμάτωση της προσαρμογής στις εξωτερικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο τρίτος, διερευνά τις δυνατότητες μείωσης της αβεβαιότητας, βάσει της διερεύνησης της γνωστικής βάσης που επιτυγχάνεται με την ολοκληρωμένη κλιματική έρευνα. Ο τέταρτος, τέλος, αφορά τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών, των επιχειρήσεων και του δημόσιου, εν γένει, τομέα στην κατάρτιση συντονισμένων και συνεκτικών πολιτικών και μέτρων προσαρμογής.
Τον Απρίλιο του 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια στρατηγική της ΕΕ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η οποία έχει τρεις κύριους στόχους:
- Προώθηση της λήψης μέτρων από τα κράτη μέλη: ενθάρρυνση όλων των κρατών μελών προκειμένου να υιοθετήσουν ολοκληρωμένες στρατηγικές προσαρμογής και παροχή χρηματοδότησης προκειμένου να ενισχύσουν τις ικανότητες προσαρμογής τους και να λάβουν μέτρα. Στήριξη της προσαρμογής στις πόλεις μέσω οικειοθελούς δέσμευσης βάσει της πρωτοβουλίας για το Σύμφωνο των Δημάρχων (το οποίο έχει μετεξελιχθεί από το 2015 στο Σύμφωνο των Δημάρχων για το κλίμα και την ενέργεια).
- Λήψη μέτρων για τη «θωράκιση έναντι της κλιματικής αλλαγής» σε επίπεδο ΕΕ μέσω της περαιτέρω προώθησης προσαρμογής σε βασικούς ευπαθείς τομείς, όπως η γεωργία, η αλιεία και η πολιτική συνοχής, διασφαλίζοντας ότι ενισχύεται περαιτέρω η ανθεκτικότητα της υποδομής της Ευρώπης, και προωθώντας τη χρήση ασφάλισης έναντι φυσικών και ανθρωπογενών καταστροφών.
- Βελτίωση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, μέσω της κάλυψης των κενών γνώσης σχετικά με την προσαρμογή και της περαιτέρω ανάπτυξης της ευρωπαϊκής πλατφόρμας για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (Climate-ADAPT).
Στις 12 Δεκεμβρίου 2015, 195 χώρες της Σύμβασης-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) συμφώνησαν σε μια νέα παγκόσμια, νομικά δεσμευτική συμφωνία για το κλίμα στο Παρίσι, γνωστή ως «Συμφωνία των Παρισίων». Η Συμφωνία τέθηκε σε ισχύ στις 4 Νοεμβρίου 2016 και έως τον Ιούνιο του 2019 είχε επικυρωθεί από 185 χώρες. Η Ελλάδα κύρωσε τη Συμφωνία με τον Ν.4426/2016 (Α’ 187).
Η Συμφωνία (άρθρο 7.1) θεσπίζει έναν παγκόσμιο στόχο για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, ο οποίος περιλαμβάνει τη βελτίωση της προσαρμοστικής ικανότητας, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και τη μείωση της τρωτότητας έναντι της κλιματικής αλλαγής, με τρόπο που συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη και στην επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας για συγκράτηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη.
Για την επίτευξη του προωθεί (άρθρο 7.9) τον σχεδιασμό και την υλοποίηση δράσεων προσαρμογής και ειδικότερα την αξιολόγηση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της τρωτότητας έναντι αυτής, τη διαμόρφωση εθνικών σχεδίων προσαρμογής, την εφαρμογή μέτρων προσαρμογής, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση των σχεδίων και πολιτικών προσαρμογής και γενικότερα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κοινωνικοοικονομικών και οικολογικών συστημάτων.
Η Συμφωνία (άρθρο 7.5) καθορίζει τις κατευθυντήριες αρχές που οφείλουν να διέπουν τις δράσεις προσαρμογής. Συγκεκριμένα ορίζει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη –μεταξύ άλλων- οι ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, η ισότητα των φύλων, η διαφάνεια των διαδικασιών, οι ευάλωτες ομάδες, οι τοπικές κοινότητες και τα οικοσυστήματα. Επίσης οι δράσεις θα πρέπει να βασίζονται στα βέλτιστα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία και, κατά περίπτωση, στην παραδοσιακή γνώση, στη γνώση των αυτοχθόνων πληθυσμών και των τοπικών συστημάτων γνώσης.
Επιπλέον, η Συμφωνία (άρθρο 7.7) ενθαρρύνει την ενίσχυση της διακρατικής συνεργασίας σε θέματα προσαρμογής. Συγκεκριμένα ενθαρρύνει την ανταλλαγή πληροφοριών, εμπειριών και καλών πρακτικών, την ενίσχυση των θεσμικών ρυθμίσεων που διευκολύνουν τη συνεργασία, την ενίσχυση της επιστημονικής γνώσης για το κλίμα με στόχο την υποστήριξη της λήψης αποφάσεων και την παροχή βοήθειας στις αναπτυσσόμενες χώρες για την αξιολόγηση των αναγκών τους για προσαρμογή, τον προσδιορισμό των προτεραιοτήτων τους και την επιλογή αποτελεσματικών μέτρων προσαρμογής.
Όλο και περισσότερες χώρες μέλη του ΕΟΠ θεσπίζουν εθνικές στρατηγικές προσαρμογής, με ορισμένες να έχουν εκπονήσει και να εφαρμόζουν ήδη εθνικά σχέδια δράσης για την προσαρμογή. Στρατηγικές και δράσεις έχουν επίσης αναδυθεί σε πολλές πόλεις και σε διακρατικές περιοχές ανά την Ευρώπη, περιλαμβανομένων των περιοχών της Βαλτικής Θάλασσας, των Καρπαθίων και των Άλπεων.
Η Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΜΕΚΑ) δημοσίευσε το 2011 την έκθεση με τις εκτιμήσεις για τις αναμενόμενες – περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές – επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής (Διάγραμμα 3). Το 2014 ακολούθησε η έκθεση για τις πολιτικές προσαρμογής στον ελληνικό τουρισμό (ΕΜΕΚΑ, 2014).
Τον Δεκέμβριο του 2014, το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (νυν Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας / ΥΠΕΝ), το Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών και η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας με στόχο: (i) την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε επίπεδο χώρας με συγκεκριμένες δράσεις προσαρμογής σε όλους τους τομείς, (ii) την αξιοποίηση της εμπειρίας της Τράπεζας της Ελλάδος και της διεπιστημονικής Επιτροπής Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ), την οποία αυτή στηρίζει, σε θέματα των οικονομικών και λοιπών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Η συνεργασία αυτή αφορούσε εκτός των άλλων και στην σύνθεση του κειμένου της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στη Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ). Έτσι η ΕΜΕΚΑ, με την στήριξη της ΤτΕ και την κατ΄αρχήν συνεισφορά της Δ/νσης Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του ΥΠΕΝ, συνέταξε σχέδιο ΕΣΠΚΑ, που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, τα αποτελέσματα της οποίας αξιολογήθηκαν από άτυπη ομάδα στην οποία μετείχαν μέλη της ΕΜΕΚΑ, της ΤτΕ καθώς και στελέχη της Δ/νσης Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας της Ατμόσφαιρας του ΥΠΕΝ. Η πρώτη Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΠΣΚΑ) αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας την 8η Απριλίου 2016, εγκρίθηκε με τον Ν. 4414/2016 και παραμένει σε ισχύ μέχρι την αναθεώρησή της.
Διάγραμμα 3. Χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης της εκτίμησης της τρωτότητας και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής (CCIV ) και ανάπτυξης στρατηγικής για την προσαρμογή στην Ελλάδα (ΕΕΑ, 2018)
Η θεσμική κατοχύρωση της κλιματικής προσαρμογής στην Ελλάδα προϋποθέτει την κατάλληλη οργάνωση και διασύνδεση των υπαρχόντων θεσμών και ομάδων εργασίας, έτσι ώστε να επιτευχθεί η ενσωμάτωση της ΕΣΠΚΑ στις επιμέρους πολιτικές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Για το σκοπό αυτό προτάθηκε, από το ΕΣΠΚΑ, η θεσμοθέτηση Εθνικού Συμβουλίου για την Κλιματική Αλλαγή υπό τον συντονισμό / προεδρία του ΥΠΕΝ, με συμμετέχοντες από τα Υπουργεία Εσωτερικών, Υγείας, Οικονομικών, Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Εθνικής Άμυνας (το οποίο προΐσταται της Ε.Μ.Υ.), την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α΄& Β΄Βαθμού (ΚΕΔΕ, ΕΝΠΕ), τον επιχειρηματικό κόσμο, τις επαγγελματικές ενώσεις, τις περιβαλλοντικές ΜΚΟ, την επιστημονική κοινότητα, κλπ (Διάγραμμα 4). Ο ακριβής τρόπος, οι διαδικασίες λειτουργίας του Συμβουλίου, οι αρμοδιότητες του, ο τρόπος παρακολούθησης της εφαρμογής των πολιτικών προσαρμογής, η επικαιροποίησή τους με βάση τις διαρκώς μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές, τεχνολογικές, κλιματολογικές, κλπ συνθήκες θα πρέπει επίσης να καθοριστούν, μέσω κατάλληλων θεσμικών ρυθμίσεων.
Εκτός αυτού, τόσο για την πρόληψη, όσο και για τη διαχείριση των κινδύνων που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή και μεταβλητότητα προτάθηκε η σύσταση, εντός του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Τμήματος Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή, το οποίο θα υπάγεται στη Δ/νση Κλιματικής Αλλαγής και Ποιότητας Ατμόσφαιρας της Γενικής Δ/νσης Περιβαλλοντικής Πολιτικής και θα έχει συνεχή συνεργασία με την Πολιτική Προστασία.
Επίσης, κρίθηκε απαραίτητο να θεσμοθετηθεί μηχανισμός παρακολούθησης και υποστήριξης της εφαρμογής τόσο της ΕΣΠΚΑ, όσο και των ΠεΣΠΚΑ.
Επόμενο βήμα είναι η εκπόνηση των Περιφερειακών Σχεδίων για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ), που με βάση τις κλιματικές συνθήκες και την τρωτότητα κάθε περιφέρειας θα καθορίσουν επακριβώς τους τομείς πολιτικής και τις γεωγραφικές ενότητες προτεραιότητας για λήψη μέτρων με ταυτόχρονη εξειδίκευση των μέτρων αυτών, καθώς επίσης τα οικονομικά μέσα για την υλοποίηση των μέτρων, τους φορείς υλοποίησης, τους εμπλεκόμενους φορείς, κλπ.
Με τα άρθρα 42-45 του Ν. 4414/2016 (Α΄149), θεσμοθετήθηκαν οι διαδικασίες εκπόνησης και έγκρισης της ΕΣΠΚΑ και των ΠεΣΠΚΑ, οι διαδικασίες αναθεώρησης/τροποποίησής τους και τα ελάχιστα περιεχόμενα αυτών. Επισημαίνεται ότι τα Περιφερειακά Σχέδια έχουν αρχίσει και εκπονούνται από τις Περιφέρειες. Επιπλέον εγκρίθηκε η 1η ΕΣΠΚΑ και θεσμοθετήθηκε το Εθνικό Συμβούλιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή.
Το περιεχόμενο των Περιφερειακών Σχεδίων για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή εξειδικεύτηκε με την Υπουργική Απόφαση 11258/2017 (ΦΕΚ Β΄873).
Το Εθνικό Συμβούλιο για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή συστάθηκε και συγκροτήθηκε με την Υπουργική Απόφαση 34768/2017 (ΦΕΚ Β΄ 3246).
Η πρόοδος της Ελλάδας όσον αφορά στην προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 5.
Διάγραμμα 4. Το εθνικό πλαίσιο προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή (AdaptInGR- Τσαλακανίδου, 2019)
Διάγραμμα 5. Ορόσημα για την προσαρμογή της Ελλάδας στην κλιματική αλλαγή (AdaptInGR- Τσαλακανίδου, 2019)
Εθνική στρατηγική προσαρμογής σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές και την διάβρωση του εδάφους
Στην έκθεση της ΕΜΕΚΑ (2011) αναφέρεται ότι για το µετριασµό των δυσµενών επιπτώσεων των κλιµατικών µεταβολών στα δασικά οικοσυστήµατα, σε εθνικό επίπεδο, είναι απαραίτητο να ληφθούν εγκαίρως ειδικά διαχειριστικά µέτρα. Η προσαρµογή αυτή θα εστιαστεί στην εντατικοποίηση των καλλιεργητικών παρεµβάσεων για περιορισµό του ανταγωνισµού, των διαβρώσεων και των πληµµυρών, καθώς και για την εξοµάλυνση του υδατικού ισοζυγίου µε την αξιοποίηση των χειµερινών κατακρηµνισµάτων και τη λήψη µέτρων για αποφυγή πιθανής ερηµοποίησης περιοχών µε χαµηλό υψόµετρο.
Για τον περιορισµό των διαβρώσεων θα απαιτηθεί η κατασκευή από 1.000 (σενάριο κλιματικής αλλαγής Β2) έως και 2.000 (σενάριο Α2) φραγµάτων συγκράτησης φερτών υλικών και ορισµένων συνοδών έργων µε συνολικό κόστος έκαστου φράγµατος €0,5 εκατοµµυρίων.
Για την εξοµάλυνση του υδατικού ισοζυγίου, θα απαιτηθεί η κατασκευή 500 (Β2) έως 1.000 (Α2) υδατοφραγµάτων συγκράτησης των χειµερινών όµβριων υδάτων των €0,5 εκατ. κ.µ., κόστους €3,5 εκατ./φράγµα, και 200 (Β2) έως 400 (Α2) φραγµάτων εµπλουτισµού υπόγειων υδροφορέων, κόστους €0,3 εκατ./φράγµα, µε σκοπό την εξοικονόµηση ύδατος ύδρευσης και άρδευσης.
Για τον περιορισµό των δυσµενών επιπτώσεων των αυξηµένων πυρκαγιών θα απαιτηθεί εκσυγχρονισµός-αναδιοργάνωση των µέσων και των µεθόδων πρόληψης και αντιµετώπισης πυρκαγιών, καθώς και αποκατάστασης των καµένων περιοχών.
Το κόστος προσαρµογής για περιορισµό των επιπτώσεων των κλιµατικών µεταβολών µέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, θα ανέλθει: (α) για τη διαχείριση (καλλιεργητικές παρεµβάσεις, συστήµατα βόσκησης κ.λπ.) των δασικών οικοσυστηµάτων σε €30 εκατ./έτος (Β2) και €50 εκατ./έτος (Α2), (β) για τη βελτίωση της δασοπυρόσβεσης σε €40 εκατ./έτος (Β2) και €80 εκατ./έτος (Α2), (γ) για την κατασκευή φραγµάτων συγκράτησης στερεών υλικών σε €0,50 δισεκ. (Β2) και €1,00 δισεκ. (Α2), εφάπαξ και περιοδικό κόστος συντήρησης και επισκευής, (δ) για την κατασκευή υδατοφραγµάτων αποθήκευσης οµβρίων σε €1,75 δισεκ. (Β2) και €3,50 δισεκ. (Α2), εφάπαξ και περιοδικό κόστος συντήρησης.
Ανάλογα µε το σενάριο της κλιµατικής µεταβολής, Β2 ή Α2, θα υπάρξει πρόσθετο κόστος, τόσο από την κατάσβεση όσο και από τις συνέπειες των πυρκαγιών, €40-80 εκατ. στο τέλος του 21ου αιώνα.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη:
-
- εντατικοποίησης των καλλιεργητικών παρεµβάσεων και εφαρμογής ειδικών συστημάτων βόσκησης για τον περιορισµό του ανταγωνισµού και τη διατήρηση της παραγωγικότητας και της βιοποικιλότητας. Με τις παρεµβάσεις αυτές θα υπάρξει βελτίωση του υδατικού ισοζυγίου και αποφυγή πληµµυρών και ερηµοποίησης.
- κατασκευής υδατοφραγµάτων για συγκράτηση των χειµερινών κατακρηµνισµάτων στην ορεινή ζώνη.
- εφαρμογής άµεσων πρόσθετων θεσµικών µέτρων όπως: α) Κατάρτιση δασολογίου κατ’ επιταγήν του Συντάγµατος και όχι δασικών χαρτών, για µείωση των πυρκαγιών και των συνεπειών τους κατά 50%. β) Εκσυγχρονισµός νοµοθετικού πλαισίου και προδιαγραφών σύνταξης και εφαρµογής µελετών για τα δασικά οικοσυστήµατα.
- δηµιουργίας ξηρανθεκτικών δασικών ειδών µε µικρό συντελεστή αποτελεσµατικότητας εξατµισιδιαπνοής, για ικανοποιητική παραγωγή σε ξηροθερµικότερες συνθήκες.
Όσον αφορά τους δύο τομείς ενδιαφέροντος, η Εθνική Στρατηγική για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή αναφέρει τα εξής:
Για τη διάβρωση του εδάφους:
Η Δράση 5 (Αειφόρος διαχείριση φυσικών πόρων) του τομέα "4.1 Γεωργία και κτηνοτροφία" αναφέρει την ανάγκη προστασίας από τη διάβρωση με τους κατάλληλους καλλιεργητικούς χειρισμούς (οργώματα κατά τις ισοϋψείς, μειωμένη κατεργασία, φυτικά επιστρώματα, εναλλαγή διαβρωτικών με μη διαβρωτικές καλλιέργειες κλπ (Μέτρο 5.1. Μέτρα αειφόρου διαχείρισης εδαφικών πόρων).
Για τις δασικές πυρκαγιές:
Η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ) παρέχει ημερησίως χάρτη με προβλέψεις κινδύνων πυρκαγιάς για όλη την Ελλάδα (http://civilprotection.gr/el). Η ΓΓΠΠ, ως φορέας της Κεντρικής Διοίκησης, με κύρια αποστολή το συντονισμό των φορέων που εμπλέκονται σε όλο το φάσμα της διαχείρισης κινδύνων από την εκδήλωση καταστροφών, εξέδωσε επίσης το υπ’ αριθ. πρωτ. 2195/ 3-04-2015 έγγραφό της με θέμα: «Σχεδιασμός και δράσεις Πολιτικής Προστασίας για την αντιμετώπιση κινδύνων λόγω των δασικών πυρκαγιών κατά την αντιπυρική περίοδο 2015». Στο ανωτέρω έγγραφο προσδιορίζονται με απόλυτη σαφήνεια οι ρόλοι και οι αρμοδιότητες όλων των εμπλεκομένων φορέων σε έργα, δράσεις και μέτρα για την αντιμετώπιση κινδύνων λόγω των δασικών πυρκαγιών και παρέχονται συντονιστικές οδηγίες.
Στην Δράση 3 (Αειφορική διαχείριση φυσικών πόρων) του τομέα "4.2 Δασοπονία" προβλέπεται η προσαρμογή διαχείρισης υπορόφου βλάστησης με καθαρισμούς και ελεγχόμενη βόσκηση, ώστε να περιοριστεί ο ανταγωνισμός για εδαφική υγρασία στα δένδρα καθώς και ο κίνδυνος πυρκαγιών (Μέτρο 3.3.).
Επίσης η Δράση 4 (Περιορισμός πυρκαγιών) του ίδιου τομέα αναφέρει τα παρακάτω σχετικά μέτρα:
-
- Μέτρο 4.1. Κατάρτιση δασολογίου (καταγραφή χρήσεων γης, σύνθεσης της βλάστησης και ιδιοκτησιακού καθεστώτος) που θα περιορίσει και τις πυρκαγιές που σχετίζονται με καταπάτηση δημόσιας γης.
- Μέτρο 4.2. Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για πρόληψη, αποκατάσταση ζημιών από τις πυρκαγιές αλλά και για την κατάσβεσή τους.
- Μέτρο 4.3. Να υπάρξει μέριμνα ώστε το πολύ εντός 10 ημερών μετά την πυρκαγιά να σπέρνονται οι πλέον ευδιάβρωτες καμένες εκτάσεις με ψυχρόβια αγρωστώδη ώστε κατά το πρώτο κρίσιμο διάστημα μετά την πυρκαγιά να προστατευθεί και να σταθεροποιηθεί το έδαφος. Με την παρέμβαση αυτή περιορίζεται η ανάγκη κατασκευής πολυδάπανων υδρονομικών έργων, αποφεύγονται οι διαβρώσεις και οι πλημμύρες και βελτιώνεται το ισοζύγιο χρησιμοποιήσιμου ύδατος.
- Μέτρο 4.4. Να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στην πρόληψη, που είναι και οικονομικότερη, διασφαλίζοντας την προσβασιμότητα, περιορίζοντας την καύσιμη ύλη με καλλιεργητικές επεμβάσεις και ελεγχόμενη βόσκηση.
- Μέτρο 4.5. Εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού δασοπυρόσβεσης, εγκατάσταση συστημάτων προειδοποίησης και λογισμικό ταχείας και απρόσκοπτης εκκένωσης περιοχών, εκπαίδευση για αποφυγή ανθρώπινων θυμάτων και αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων.
- Μέτρο 4.6. Καλλιεργητικές δασοκομικές επεμβάσεις, σε συνδυασμό με ελεγχόμενη βόσκηση για περιορισμό του εύφλεκτου υπορόφου, κύρια εστία έναρξης και επέκτασης πυρκαγιών.
Η σύνταξη του Περιφερειακού Σχεδίου για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ) της Περιφέρειας Ηπείρου, με βάση τους κοινοτικούς και εθνικούς στόχους της στρατηγικής για την κλιματική αλλαγή, ξεκίνησε το 2018. Η διαμόρφωση των στόχων του ΠεΣΠΚΑ της Περιφέρειας Ηπείρου στοχεύει σε:
- Ανάλυση των αναγκαίων τομεακών πολιτικών,
- Διερεύνηση σκοπιμότητας επιμέρους μέτρων και δράσεων προσαρμογής σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο,
- Τελική επιλογή μέτρων,
- Ιεράρχηση των ενδεικτικά προτεινόμενων μέτρων και δράσεων,
- Χρονοπρογραμματισμό,
- Διερεύνηση της χρηματοδότησης / υλοποίησης τους και
- Εφαρμογή των δεικτών και άλλων εργαλείων παρακολούθησης της εξέλιξης και εφαρμογής των μέτρων προσαρμογής.
Έμφαση στο ΠεΣΠΚΑ Ηπείρου δίνεται σε τομείς που αναγνωρίζονται ως σημαντικοί για την Περιφέρεια Ηπείρου και συγκεκριμένα στη γεωργία, στη βιομηχανία της εμπειρίας (Τουρισμός), στις υποδομές μεταφορών, στα δάση και στην ενέργεια.
Στην «1η Έκθεση Εργασιών» του έργου ««Σύμβουλος υποστήριξης της Δ/νσης Περιβάλλοντος & Χωρικού Σχεδιασμού της Π.Η. για τη σύνταξη του Περιφερειακού Σχεδίου Π.Η. για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ)», αναφέρεται ότι στο δυτικό και βορειοδυτικό τμήμα της περιφερειακής ενότητας Ιωαννίνων παρατηρείται υψηλή αύξηση της διαβρωτικότητας της βροχόπτωσης σε ποσοστό έως και 48% και συγκεκριμένα στις περιοχές Ζαγορίου, Κόνιτσας, Μετσόβου και Τζουμέρκων.
Τονίζεται επίσης ότι η Περιφέρεια της Ηπείρου αποτελείται κυρίως από δάση και ημι‐φυσικές εκτάσεις (72% της συνολικής έκτασης της Περιφέρειας), που αποτελείται κυρίως από ποώδη και θαμνώδη βλάστηση. Πρόκειται για ένα μικρότερο οικονομικό τομέα, αποτελεί όμως ένα οικονομικό τομέα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον διότι αποτελεί σημαντικό κομμάτι του φυσικού περιβάλλοντος που υποστηρίζει την ποιότητα ζωής, την υγεία του πληθυσμού αλλά και τμήμα των υπηρεσιών τουρισμού στην Ήπειρο. Τα δασικά οικοσυστήματα θα ζημιωθούν κατά κύριο λόγο από τα μειωμένα κατακρημνίσματα και τις υψηλές θερμοκρασίες που θα επικρατήσουν κατά την ξηροθερμική περίοδο, ενώ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καταστροφικών πυρκαγιών.
Όσον αφορά στην εξειδίκευση των δράσεων του ΕΣΠΚΑ στον τομέα Δασών της Περιφέρειας Ηπείρου αναφέρονται τα εξής:
Σχετικά με την Δράση 1: Απόκτηση και αξιοποίηση καινοτόμου γνώσης, τα ενδεικτικά μέτρα αφορούν σε προτεραιότητα για έρευνα επί των δασικών θεμάτων στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής και στη προετοιμασία δομών για τη δημοσιοποίηση σχετικών στοιχείων εκ πάσης φύσεως σχετικών μελετών. Δεδομένου ότι, η Δράση αυτή αφορά σε γενικού τύπου πολιτική διαχείρισης, ενδείκνυται να επιτευχθεί σε εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, ακολουθώντας το παράδειγμα του έργου Life+ AdaptFor, προτείνεται να εκπονηθεί ειδική μελέτη εκτίμησης επίδρασης κλιματικής αλλαγής στα δάση της Ηπείρου, δεδομένης της σπουδαιότητας τους στην περιοχή. Μία τέτοια πρόταση θα είναι και σε συμφωνία με τους γενικούς στόχους της υπό διαβούλευση Εθνικής Στρατηγικής για τα Δάση.
Σχετικά με τη Δράση 2: Διασφάλιση βιοποικιλότητας δασικών οικοσυστημάτων, τα ενδεικτικά μέτρα αφορούν ουσιαστικά σε μέτρα διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων με σκοπό την οργάνωση της πληροφορίας για την καλύτερη προστασία των περιοχών αυτών. Στο επίπεδο αυτό, κρίνεται ως επιτακτική η ανάγκη για την υλοποίηση μελετών όπως είναι:
- Μελέτη διερεύνησης ανθεκτικών ποικιλιών δασικών ειδών για φύτευση,
- Σύνταξη και εφαρμογή μελετών για τη βελτίωση της σύνθεσης και της αρχιτεκτονικής δομής των δασικών οικοσυστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο τρωτότητας.
Σχετικά με την Δράση 4: Περιορισμός πυρκαγιών, τα ενδεικτικά μέτρα της ΕΣΠΚΑ αφορούν τόσο σε οριζόντια εφαρμογή (εκσυγχρονισμός νομοθετικού πλαισίου για πρόληψη και αποκατάσταση ζημιών από τις πυρκαγιές, μέριμνα για αναδάσωση της περιοχής) σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε έργα τοπικού ενδιαφέροντος, όπως είναι τα έργα πρόληψης π.χ. διασφάλιση προσβασιμότητας, εκσυγχρονισμός εξοπλισμού δασοπυρόσβεσης κ.λπ. που δύναται να υλοποιούνται από τοπικούς φορείς δασικών υπηρεσιών. Σημειώνεται ότι οι δραστηριότητες δάσωσης και αναδάσωσης πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των δράσεων του ΠΑΑ με φορείς υλοποίησης τις τοπικές δασικές υπηρεσίες. Η διαδικασία της κατάρτισης δασολογίου έχει προχωρήσει σε έναν βαθμό, καθώς έχουν ήδη αναρτηθεί οι δασικοί χάρτες της Περιφερειακής Ενότητας Ιωαννίνων, ωστόσο η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.
Σχετικά με την Δράση 5: Παραγωγή χρησιμοποιήσιμου ύδατος, δεν θα γίνεται καμία πρόταση στο πλαίσιο του παρόντος ΠεΣΠΚΑ που να απορρέει άμεσα από την περιγραφή της. Ωστόσο, δεδομένου ότι αναμένονται μεταβολές στην υδρονομία της περιοχής των δασών (ποσότητα νερού & κατανομή των κατακρημνισμάτων) προτείνεται η εκπόνηση ειδικών υδρονομικών μελετών για τις δασικές εκτάσεις της Περιφέρειας Ηπείρου.
Οι προτάσεις του ΠεΣΠΚΑ, για την Περιφέρεια Ηπείρου, στον τομέα Δάση, συνοπτικά είναι οι ακόλουθες:
- Σύνταξη διαχειριστικού σχεδίου βόσκησης Περιφέρειας Ηπείρου
- Ειδική μελέτη αξιολόγησης επίδρασης κλιματικής αλλαγής για τα Δάση της Ηπείρου.
- Μελέτη διερεύνησης ανθεκτικών ποικιλιών δασικών ειδών για φύτευση,
- Σύνταξη και εφαρμογή μελετών για τη βελτίωση της σύνθεσης και της αρχιτεκτονικής δομής των δασικών οικοσυστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο τρωτότητας.
- Ειδική μελέτη υδρονομίας δασών Περιφέρειας Ηπείρου
- Ολοκλήρωση κατάρτισης δασολογίου (καταγραφή χρήσεων γης, σύνθεσης της βλάστησης και ιδιοκτησιακού καθεστώτος).
Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται τα προτεινόμενα μέτρα για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή στο δασικό τομέα, όπως έχουν εξειδικευθεί στο, υπό διαβούλευση ΠεΣΠΚΑ Ηπείρου («3η Έκθεση Εργασιών» του έργου ««Σύμβουλος υποστήριξης της Δ/νσης Περιβάλλοντος & Χωρικού Σχεδιασμού της Π.Η. για τη σύνταξη του Περιφερειακού Σχεδίου Π.Η. για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΠεΣΠΚΑ)»)
Πίνακας 3. Εξειδίκευση προτεινόμενων μέτρων της ΕΣΚΠΑ για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, στο δασικό τομέα
α/α |
Τίτλος μέτρου |
Περιγραφή |
Προτεινόμενοι Φορείς Υλοποίησης |
Γενική κατηγορία μέτρου |
Δ01 |
Εκπόνηση εξειδικευμένων μελετών προστασίας των σημαντικότερων δασικών οικοσυστημάτων υπό την επίδραση της κλιματικής αλλαγής |
Δ01: Η κλιματική αλλαγή επιφέρει αύξηση της θερμοκρασίας, μείωση των κατακρημνισμάτων, μεταβολή της κατανομής αυτών κατά τη διάρκεια του έτους και αστάθεια καιρού – αύξηση ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων. Όλα τα παραπάνω δύνανται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα δασικά οικοσυστήματα της χώρας, απειλώντας την ίδια την ύπαρξή τους αλλά και τη βιοποικιλότητα και την παραγωγικότητα των δασών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντοπίζονται ήδη στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα όπως φαίνεται από τις αλλαγές στην ένταση και εποχικότητα των δασικών πυρκαγιών, τη μείωση της προσαύξησης λόγω ξηρασίας, τις διαφαινόμενες αλλαγές στις γενετική συγκρότηση των δασικών οικοσυστημάτων κ.α. με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση εξειδικευμένων μελετών αξιολόγησης της τρωτότητας των δασικών οικοσυστημάτων στην κλιματική αλλαγή. Το μέτρο παρουσιάζει συνέργειες με την Εθνική Στρατηγική για τα Δάση (ΕΣΔ) καθώς θα μπορούσε να τροφοδοτηθεί από τις δράσεις του Οριζόντιου Άξονα 3 (Έρευνα - Καινοτομία). Δ01: Η κλιματική αλλαγή επιφέρει αύξηση της θερμοκρασίας, μείωση των κατακρημνισμάτων, μεταβολή της κατανομής αυτών κατά τη διάρκεια του έτους και αστάθεια καιρού – αύξηση ακραίων μετεωρολογικών φαινομένων. Όλα τα παραπάνω δύνανται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στα δασικά οικοσυστήματα της χώρας, απειλώντας την ίδια την ύπαρξή τους αλλά και τη βιοποικιλότητα και την παραγωγικότητα των δασών. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εντοπίζονται ήδη στα ελληνικά δασικά οικοσυστήματα όπως φαίνεται από τις αλλαγές στην ένταση και εποχικότητα των δασικών πυρκαγιών, τη μείωση της προσαύξησης λόγω ξηρασίας, τις διαφαινόμενες αλλαγές στις γενετική συγκρότηση των δασικών οικοσυστημάτων κ.α. με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η εκπόνηση εξειδικευμένων μελετών αξιολόγησης της τρωτότητας των δασικών οικοσυστημάτων στην κλιματική αλλαγή. Το μέτρο παρουσιάζει συνέργειες με την Εθνική Στρατηγική για τα Δάση (ΕΣΔ) καθώς θα μπορούσε να τροφοδοτηθεί από τις δράσεις του Οριζόντιου Άξονα 3 (Έρευνα - Καινοτομία). |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Δ02 |
Διατήρηση της έκτασης και αύξηση της ποιότητας των δασικών οικοσυστημάτων, μείωση του κατακερματισμού τους με παράλληλη βελτίωση της δομής τους |
Δ02: Η μείωση του κατακερματισμού των φυσικών πληθυσμών είναι σημαντική για την αύξηση των δραστικών μεγεθών των πληθυσμών που οδηγεί στη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των ενδιαιτημάτων και επομένως της ικανότητας του να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή. Μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλα δασοκομικά, διαχειριστικά και δασοπολιτικά μέτρα. |
Περιφέρεια |
Δράσεις διερεύνησης καλών πρακτικών |
Δ03 |
Αξιολόγηση και αξιοποίηση της γενετικής ποικιλότητας των ελληνικών δασών και επιλογή γενετικού υλικού ανθεκτικού στις καταπονήσεις της κλιματικής αλλαγής |
Δ03: Η επιλογή και χρήση γενετικού υλικού ανθεκτικού στις καταπονήσεις αποτελεί άμεση δράση μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και ανάσχεση της προοπτικής απώλειας των νοτιότερων πληθυσμών φυσικής εξάπλωσης. Απαιτείται συνεργασία ερευνητικών φορέων, δασικής υπηρεσίας και φορέων προστασίας. Το μέτρο παρουσιάζει συνέργεια με την ΕΣΔ. Δράσεις που σχετίζονται με Αξιολόγηση, ανάδειξη και προώθηση όλων των ώριμων προς εφαρμογή αποτελεσμάτων, Εφαρμογή επιτυχημένων καινοτομιών στη διαχείριση και καινοτόμων προϊόντων σε ευρύτερη κλίμακα, Προώθηση της συνεργασίας περιφερειακών υπηρεσιών με τους τους εθνικούς και διεθνείς ερευνητικούς φορείς (Οριζόντιος άξονας 3) μπορούν να τροφοδοτήσουν το μέτρο. |
Περιφέρεια |
Έρευνα και ανάπτυξη |
Δ04 |
Σύνταξη δασοπονικών μελετών |
Δ04: Σύνταξη και εφαρμογή μελετών κατά περιφέρεια για δασικά συγκροτήματα και όχι μόνο για τα δάση, που αποσκοπούν στη βελτίωση της σύνθεσης και της αρχιτεκτονικής δομής των δασικών οικοσυστημάτων, λαμβάνοντας υπόψη το επίπεδο τρωτότητας. Αυτές θα προσβλέπουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας στο επίπεδο της γονιδιακής ποικιλομορφίας, της ποικιλομορφίας των φυτικών και ζωικών ειδών, της ποικιλομορφίας των οικοσυστημάτων και των φυσικών τοπίων. |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Δ05 |
Σύνταξη Σχεδίων Διαχείρισης που σχετίζονται με τα δασικά οικοσυστήματα |
Δ05: Διασύνδεση των Σχεδίων Διαχείρισης που σχετίζονται με τα δασικά οικοσυστήματα με τις δασοπονικές μελέτες, την εφαρμογή των νέων προδιαγραφών διαχείρισης των δασικών οικοσυστημάτων και την τυποποίηση διαδικασιών και προτύπων, ώστε η διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων να παραμένει σύγχρονη και λειτουργική με πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξης του δασικού οικοσυστήματος και των παραγωγικών δυνατοτήτων του στα πλαίσια της αρχής της αειφορίας και της προφύλαξης. Προτεραιότητα μπορεί να δοθεί σε οικοσυστήματα με διαπιστωμένα προβλήματα (π.χ. οικοσυστήματα πλατάνου στις περιοχές Αχέροντα και Καλαμά). Το μέτρο έχει άμεση συσχέτιση με τον Κάθετο Άξονα 1 - Οικονομία του Δάσους της ΕΣΔ και ειδικότερα τις δράσεις που σχετίζονται με την αειφορική αξιοποίηση και διαχείριση των Δασών. |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Δ06 |
Προσαρμογή διαχείρισης υπορόφου βλάστησης στα σημαντικότερα δάση της Ηπείρου |
Δ06: Προώθηση δασολιβαδικών συστημάτων σε βοσκοτόπους και δασογεωργικών δενδροκομικών συστημάτων σε γεωργικά εδάφη με ένταξή τους κατά προτεραιότητα στο μέτρο 8 του ΠΑΑ 2014-2020. Το μέτρο βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με το μέτρο EL_05_35_17 του ΣΔΚΠ. |
Περιφέρεια |
Δράσεις διερεύνησης καλών πρακτικών |
Δ07 |
Κατάρτιση δασολογίου |
Δ07: Η κατάρτιση δασολογίου (καταγραφή χρήσεων γης, σύνθεσης της βλάστησης και ιδιοκτησιακού καθεστώτος) κρίνεται απαραίτητη και στοχεύει στον περιορισμό των πυρκαγιών που σχετίζονται με καταπάτηση δημόσιας γης. Προϋπόθεση για την κατάρτιση είναι η κύρωση των Δασικών Χαρτών. |
Δ/νση Δασών |
Βάσεις δεδομένων - Εργαλεία πληροφορικής |
Δ08 |
Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για πρόληψη, αποκατάσταση ζημιών από τις πυρκαγιές |
Δ08: Το μέτρο αποτελεί και μέτρο της ΕΣΔ (Κάθετος άξονας 3 δράσεις 3, 4 και 5). |
ΥΠΕΝ |
Διοικητικό |
Δ09 |
Μέτρα πρόληψης και δασοπροστασίας. |
Δ09: Το μέτρο βρίσκεται σε άμεση συνέργεια με το μέτρο του ΣΔΚΠ EL_05_35_17 και τις δράσεις του Κάθετου Άξονα 3 του ΕΣΔ (π.χ. βελτίωση δασικών δρόμων, διάνοιξη οδών αγροτικών, δασοπυρόσβεσης και δημιουργία αντιπυρικών ζωνών). |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Δ10 |
Εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού δασοπυρόσβεσης |
Δ10: Εκσυγχρονισμός του εξοπλισμού δασοπυρόσβεσης, εγκατάσταση συστημάτων προειδοποίησης και λογισμικό ταχείας και απρόσκοπτης εκκένωσης περιοχών, εκπαίδευση για αποφυγή ανθρώπινων θυμάτων και αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων. |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Δ12 |
Κατασκευή φραγμάτων συγκράτησης φερτών υλικών και υδατοφραγμάτων για ομαλοποίηση της απορροής ύδατος και περιορισμό των διαβρώσεων και πλημμυρών. |
Δ12: Κατασκευή ή/και συντήρηση φραγμάτων συγκράτησης φερτών υλικών και υδατοφραγμάτων για ομαλοποίηση της απορροής ύδατος και περιορισμό των διαβρώσεων και πλημμυρών. Το μέτρο είναι σε συνέργεια με το μέτρο του ΣΔΚΠ και της δράσης 3 του Κάθετου Άξονα 3 της ΕΣΔ, σύμφωνα με την οποία προωθείται η ενίσχυση και προστασία των οικοσυστημικών υπηρεσιών που σχετίζονται με τη διατήρηση των υδάτινων πόρων, με την ολοκληρωμένη διαχείριση των λεκανών απορροής και την έγκαιρη και ορθολογική αποκατάσταση των δασικών εκτάσεων μετά από καταστροφές (φυσικές και ανθρωπογενείς). |
Περιφέρεια |
Δράση ωρίμανσης έργων |
Η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή είναι τελικά ένα τοπικό φαινόμενο, καθώς καθοδηγείται από την ανάγκη προσαρμογής των ανθρώπων στις εκδηλώσεις και επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε τοπικό επίπεδο, και οι οποίες διαμορφώνονται και από το τοπικό φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον (Masters & Duff, 2011). Οι κυβερνήσεις, οι ΜΚΟ και άλλοι φορείς πρέπει να σχεδιάσουν τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να βελτιώσουν την ικανότητα των συστημάτων (δηλαδή των ατόμων) να προσαρμόζονται αντιδραστικά και αυτόνομα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι άνθρωποι θα ακολουθήσουν στρατηγικές προσαρμογής, κατάλληλες για τις ατομικές τους περιστάσεις και ότι η προσαρμογή μπορεί να είναι απρόβλεπτη. Η στενή συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες μπορεί να βοηθήσει τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων να αποκτήσουν καλύτερη εικόνα για τις κοινότητες που εξυπηρετούν. Με τη σειρά τους, οι κοινότητες μπορούν να μάθουν πώς λειτουργεί η διαδικασία λήψης αποφάσεων και πώς μπορούν να την επηρεάσουν αποτελεσματικά. Η συμμετοχική αυτή διαδικασία μπορεί να χτίσει εμπιστοσύνη, δεξιότητες αντιμετώπισης των κινδύνων και ικανότητα συνεργασίας: Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η ικανότητα του τοπικού πληθυσμού να μειώσει την τρωτότητά του.
Αν και οι τοπικές στρατηγικές αντιμετώπισης είναι κρίσιμες για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, οι περισσότερες κυβερνητικές πολιτικές τείνουν να τις υπονομεύουν, αποδυναμώντας έτσι την ανθεκτικότητα των τοπικών κοινοτήτων στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η τοπική τεχνογνωσία, τα κοινωνικά δίκτυα, τα παραδοσιακά ιδρύματα και η τοπική βιοποικιλότητα, συχνά αγνοούνται από τα επίσημα οικονομικά, τεχνολογικά και θεσμικά πλαίσια των περισσότερων χωρών. Ορισμένα κρίσιμα στοιχεία των τοπικών στρατηγικών προσαρμογής που εφαρμόζονται από τις τοπικές κοινότητες, όπως η ευελιξία και η εποχική κινητικότητα, υπονομεύονται, για παράδειγμα, από την προώθηση της εξειδικευμένης γεωργικής παραγωγής μεμονωμένων καλλιεργειών προς εξαγωγή, εις βάρος της διαφοροποίησης των καλλιεργειών από μικροκαλλιεργητές.
Στην επόμενη Ενότητα αναπτύσσονται τα προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής του Δήμου Μετσόβου στην κλιματική αλλαγή, όσον αφορά στις δασικές πυρκαγιές και τη διάβρωση του εδάφους.
Θεσμοθέτηση ή βελτίωση υφισταμένων συστημάτων καταγραφής (monitoring) κρίσιμων παραμέτρων, σχετικά με τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στη διάβρωση του εδάφους και στις δασικές πυρκαγιές.
Η μεθοδολογία που ακολουθείται είναι κοινή και για τα δύο είδη σταθμών. Τα υδρομετεωρολογικά δεδομένα συλλέγονται προκειμένου να παρέχουν πληροφορίες για την έρευνα, την ανάπτυξη και τη διαχείριση των υδατικών και ενεργειακών πόρων, των δασών, της γεωργίας και για φυσικές καταστροφές. Η ποικιλομορφία του κλίματος και της εδαφικής μορφολογίας καθιστούν δύσκολη την καθιέρωση παγκόσμιων κριτηρίων για την πυκνότητα των δικτύων. Η πυκνότητα και η κατανομή των σταθμών του δικτύου εξαρτώνται από τη χωροχρονική μεταβλητότητα των μετρήσιμων παραμέτρων. Είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η εμπειρία παραπλήσιων σταθμών καθώς και η περιοδική εξέταση της αποτελεσματικότητας του, ώστε να προστίθενται νέοι σταθμοί ή να αφαιρούνται άλλοι υπάρχοντες μιας και η λειτουργία ενός δικτύου υδρομετεωρολογικών σταθμών είναι δυναμική διαδικασία και απαιτεί χρόνο. Μέσω του ιστόχωρου «Υδροσκόπιο» (http://www.hydroscope.gr/) εντοπίσθηκαν οι θέσεις των παλιών υδρομετεωρολογικών ή μετεωρολογικών σταθμών στην περιοχή του Δήμου Μετσόβου.
Εικόνα 1. Παλαιοί υδρομετεωρολογικοί και μετεωρολογικοί σταθμοί
Προκειμένου να καθοριστεί η βέλτιστη θέση και ο αριθμός των υδρομετεωρολογικών σταθμών του δικτύου, επιλέχθηκαν κάποια κριτήρια τα οποία διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες.
- Γεωμορφολογικά κριτήρια
- Τεχνικά κριτήρια
- Διοικητικά κριτήρια
- Γεωμετρικά κριτήρια
Στη συνέχεια αναλύονται τα κριτήρια αυτά και οι παραδοχές που υιοθετήθηκαν για να καταλήξουμε στις βέλτιστες θέσεις.
- I. Γεωμορφολικά κριτήρια
Υψόμετρο
Η υψομετρική κατηγοριοποίηση της γήινης επιφάνειας αποτελείται από τις εξής ζώνες (Dobos et al, 2005):
- Ζώνη Α: 0m - 200m
- Ζώνη Β: 200m - 500m
- Ζώνη Γ: 500m - 800m
- Ζώνη Δ: 800m - 1200m
- Ζώνη Ε: 1200m - 1800m
Στην παρούσα μελέτη λόγω των ιδιαίτερων γεωμορφολογικών χαρακτηριστικών του Δήμου Μετσόβου, (μεγάλα υψόμετρα και απότομες κλίσεις) χρησιμοποιήθηκαν οι εξής 5 κατηγορίες υψομέτρων:
- Ζώνη Α: <500m
- Ζώνη Β: 500m - 800m
- Ζώνη Γ: 800m - 1200m
- Ζώνη Δ: 1200m - 1500m
- Ζώνη Ε: >1500m
Σύμφωνα με τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Μετεωρολογίας (WMO) η πυκνότητα των σταθμών ενός δικτύου εξαρτάται από την υψομετρική κατηγοριοποίησης της γήινης επιφάνειας όπως παρουσιάζεται στην εικόνα 6.3, (Dobos et al, 2005). Στη δική μας περίπτωση, του Δήμου Μετσόβου, προσαρμόστηκε η πυκνότητα των σταθμών για να ανταποκρίνεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής, μεγάλα υψόμετρα και κλίσεις (Πίνακας 4).
Πίνακας 4. Πυκνότητα σταθμών ανά υψομετρική ζώνη
Πυκνότητα σταθμών |
|
Ζώνη Α: <500m |
1 Σταθμός ανά 600km2 |
Ζώνη Β: 500m - 800m |
1 Σταθμός ανά 100km2 |
Ζώνη Γ: 800m - 1200m |
1 Σταθμός ανά 75km2 |
Ζώνη Δ: 1200m-1500m |
1 Σταθμός ανά 50km2 |
Ζώνη Ε: >1500m |
1 Σταθμός ανά 50km2 |
Κλίσεις
Σύμφωνα με τις προδιαγραφές της υπηρεσίας SOTER του προγράμματος UNEP, η κατηγοριοποίηση της γήινης επιφάνειας ανάλογα με την κλίση της έχει ως εξής (Πίνακας 5) (Dobos et al, 2005).
Πίνακας 5. Κατηγοριοποίηση της γήινης επιφάνειας ανάλογα με την κλίση της
Ομαδοποίηση κλίσεων |
|
Από 0% -2% |
Επίπεδο έδαφος |
Από 2% -5% |
Ομαλά κυματιστοί λόφοι |
Από 5% -8% |
Κυματιστοί λόφοι |
Από 8% -15% |
Κυματιστή έκταση |
Από 15% -30% |
Μετρίως απότομη έκταση |
Από 30% -60% |
Απότομη έκταση |
Παρότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας WMO συνιστά εδάφη με κλίση <5%, εξαιτίας του έντονου ανάγλυφου της περιοχής ειδικά σε μεγάλα υψόμετρα υπήρξε μια ελαστικότητα στο κριτήριο αυτό.
Χρήσεις γης
Χρησιμοποιήθηκε η πληροφορία από το πρόγραμμα του Corine Land Cover και πραγματοποιήθηκε ομαδοποίηση των κατηγοριών σε πέντε (5) βασικές ως εξής:
- Τεχνητές επιφάνειες
- Γεωργικές περιοχές
- Δάση και ημι-δασικές περιοχές
- Άγονες περιοχές
- Υδάτινες επιφάνειες
- Τεχνικά κριτήρια
Οικισμοί και οδικό δίκτυο
Η παρουσία υδρομετεωρολογικών σταθμών πλησίον οικισμών και δρόμων είναι σημαντική για την κατασκευή και τον έλεγχο τεχνικών έργων παροχέτευσης όμβριων και για λόγους πρόσβασης.
Ορίστηκαν 5 ζώνες επιρροής από το κέντρο των οικισμών ως εξής:
- Ζώνη Α: 0m - 1000m
- Ζώνη Β: 1000m - 2000m
- Ζώνη Γ: 2000m - 3000m
- Ζώνη Δ: 3000m - 4000m
- Ζώνη Ε: 4000m - 5000m
Οι ζώνες αποστάσεως από το οδικό δίκτυο:
- Ζώνη Α: 0m - 2000m
- Ζώνη Β: 2000m - 3000m
- Ζώνη Γ: 3000m - 5000m
- Ζώνη Α: 5000m - 10000m
- Διοικητικά κριτήρια
Έγινε προσπάθεια να κατανεμηθούν οι σταθμοί σε όλη την έκταση του Δήμου Μετσόβου και να ισαπέχουν. Για το λόγο αυτό δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή ώστε οι σταθμοί που επιλέγονται να καλύπτουν ομοιόμορφα κάθε ζώνη. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται τόσο η υψομετρική αντιπροσώπευση της έκτασης εντός κάθε ζώνης, όσο και η κατανομή των σταθμών οριζοντιογραφικά. Το πρώτο έχει ως αποτέλεσμα την τοποθέτηση σταθμών ακόμη και σε μεγάλα υψόμετρα, οπότε το φαινόμενο της κατακρήμνισης παρατηρείται αποτελεσματικότερα, ενώ το δεύτερο βοηθά στο διοικητικό και λειτουργικό έλεγχο του δικτύου.
Για την επιλογή της οριστικής εγκατάστασης των Α.M.Σ. απαιτείται η προσεκτική εξέταση των παρακάτω βασικών κριτηρίων (Τσουμάνη,1994), αφού οι προτεινόμενες θέσεις είναι πάρα πολλές και έπρεπε να γίνει επιλογή κάποιων εξ αυτών.
- Αποφυγή της άμεσης γειτνίασης με κτίρια, δέντρα, απότομες πλαγιές, γκρεμούς, κορυφογραμμές και εδαφικές κοιλότητες. Εξαίρεση αποτελούν τα όργανα μέτρησης της κατακρήμνισης, που απαιτούν κατάλληλη κατανομή των δέντρων και των θάμνων ή κάποιου ισοδύναμου, λειτουργώντας ως αντιανέμια, δίχως όμως την παράλληλη δημιουργία του δυσάρεστου φαινομένου του στροβιλισμού.
- Ισότιμη αντιπροσώπευση (μέσω των μετρήσεων) των περιβαλλόντων φυσικών συνθηκών.
- Δυνατότητα οικονομικά προσιτής τοποθέτησης του συστήματος και των εξαρτημάτων του, ανάλογα με την φύση του εδαφικού στρώματος.
- Ύπαρξη διαθέσιμης ηλεκτρικής ενέργειας ή πιθανότητα χρήσης εφεδρικού συστήματος τροφοδοσίας (πιθανή εγκατάσταση κατάλληλης γεννήτριας).
- Επιτέλεση απευθείας ζεύξης με υπάρχουσα παροχή του τηλεπικοινωνιακού δικτύου.
- Δυνατότητα πρόσβασης για την συντήρηση του σταθμού με χαμηλό κόστος.
- Ανάλυση των καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή π.χ. εάν σημειώνονται ακραίες καιρικές συνθήκες, την ελάχιστη διάρκεια ημέρας την χειρότερη αναμενόμενη διάρκεια νέφωσης κλπ.
Τα αποτελέσματα με τις τελικές θέσεις των σταθμών παρουσιάζονται στην επόμενη εικόνα (Εικόνα 6.6)
Οι συντεταγμένες των υδρομετεωρολογικών σταθμών δίνονται στον Πίνακα 6.
Πίνακας 6. Συντεταγμένες (ΕΓΣΑ 87) και ονόματα υδρομετεωρολογικών σταθμών
α/α |
Όνομα Σταθμού |
Χ |
Υ |
|
ΜΕΚΔΕ - ΕΜΠ |
258131,87 |
4405898,18 |
|
ΔΕΗ - ΧΡΥΣΟΒΙΤΣΑ |
250543,41 |
4406643,50 |
|
ΔΕΗ - Μ.ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ |
250698,41 |
4402437,50 |
|
ΔΕΗ - Μ.ΓΟΤΙΣΤΑ |
245159,80 |
4398148,80 |
|
ΔΕΗ - ΦΡΑΓΜΑ ΑΩΟΥ |
250069,20 |
4411422,00 |
|
Χ/Κ - ΑΝΗΛΙΟ |
262518,86 |
4403273,41 |
|
ΜΠΑΛΤΟΥΜΑ - ΓΕΦΥΡΑ |
242405,60 |
4398309,95 |
|
ΣΙΤΣΑΙΝΑ - ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ |
247405,60 |
4405309,95 |
|
ΑΝΘΟΧΩΡΙ - ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ |
254905,60 |
4402309,95 |
|
ΜΗΛΙΑ - ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ |
263405,60 |
4415309,95 |
|
ΜΕΤΣΟΒΙΤΙΚΟΣ |
252405,60 |
4405309,95 |
Εικόνα 2. Τελικές θέσεις νέων σταθμών
Ακολουθώντας τη μεθοδολογία και εφαρμόζοντας τα κριτήρια που αναλύθηκαν, προέκυψαν οι βέλτιστες θέσεις για τη χωροθέτηση έντεκα (11) αυτόματων μετεωρολογικών σταθμών για τη δημιουργία του προτεινόμενου δικτύου σε επίπεδο Δήμου. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίστηκε ότι οι σταθμοί έχουν κατανεμηθεί σε όλη την επιφάνεια του Δήμου, φροντίζοντας να πληρούνται όλα τα κριτήρια. Στα μεγάλα υψόμετρα υπήρξε μια ελαστικότητα ως προς την εφαρμογή των κριτηρίων καθώς ήταν αδύνατο να πληρούνται όλα.
Πραγματοποιήθηκε έρευνα αγοράς και προτείνεται ο μετεωρολογικός σταθμός με τα εξής χαρακτηριστικά:
Ασύρματος μετεωρολογικός σταθμός με κλωβό προστασίας και ανεμιστηράκι ανανέωσης του αέρα μέσα στον κλωβό για την ακριβέστερη μέτρηση θερμοκρασίας. Διαθέτει επιπλέον αισθητήρες ηλιακής ενέργειας και υπεριώδους (UV) ακτινοβολίας. Περιλαμβάνει κονσόλα/δέκτη, ολοκληρωμένη μονάδα αισθητήρων και υλικά εγκατάστασης. Οι συμπεριλαμβανόμενοι αισθητήρες της εξωτερικής μονάδας είναι: βροχόμετρο, αισθητήρας θερμοκρασίας και υγρασίας και ανεμομέτρο με 12 μέτρα καλώδιο. Ενα μικρό φωτοβολταϊκό φορτίζει μία μικρή μπαταρία των 3Volt για την αυτόνομη τροφοδοσία της μονάδας. Οι αισθητήρες θερμοκρασίας και υγρασίας εμπεριέχονται στον κλωβό προστασίας. Η κονσόλα μπορεί να τροφοδοτηθεί χρησιμοποιώντας 220 volt τροφοδοτικό ή με τρεις C μπαταρίες. Η ασύρματη επικοινωνία της εξωτερικής μονάδας αισθητήρων με την κονσόλα σε οπτική επαφή μπορεί να φθάσει τα 300 μέτρα. Το τυπικό εύρος διαμέσου των τοίχων στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μεταξύ 23 - 46 μέτρων. Μπορούν να προστεθούν επιπλέον αναμεταδότες. Χαρακτηριστική εικόνα του εν λόγω μετεωρολογικού σταθμού παρατίθεται παρακάτω.
Εικόνα 3. Αυτόματος μετεωρολογικός σταθμός
Σε 2 από τις 11 θέσεις, γέφυρα Μπαλτούμας και Μετσοβίτικος, υπάρχει δυνατότητα τοποθέτησης αυτόματου υδρομετρικού σταθμού στις 2 γέφυρες, με στόχο την καταγραφή, συλλογή, διαχείριση και ελεύθερη διάχυση υδρολογικής πληροφορίας σχετικά με 2 κύρια υδατικά σώματα, το μεν ένα αυτό του Μετσοβίτικου ποταμού και το δεύτερο αυτό του Άνω ρου του Άραχθου πριν τη συμβολή του με τον Μετσοβίτικο. Στις εικόνες που ακολουθούν παρουσιάζονται 2 τηλεμετρικοί σταθμοί όπου η μέτρηση της στάθμης γίνεται με αισθητήρια αυτόματης μέτρησης.
Περιορισμός και αντιμετώπιση πυρκαγιών και των επιπτώσεών τους.
Αντίθετα με άλλες φυσικές καταστροφές όπως οι σεισμοί ή οι ανεμοθύελλες, οι δασικές πυρκαγιές είναι ασφαλώς ανάμεσα στις πιο προβλέψιμες. Επομένως, αποτελούν ένα φαινόμενο, το οποίο, σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να επιτρέψει στις σύγχρονες κοινωνίες ένα βαθμό ελευθερίας και περιθώρια ελιγμών για την εφαρμογή αποτελεσματικών στρατηγικών αντιμετώπισής του (Birot, 2009) .
Η διαχείριση των δασικών πυρκαγιών σχετίζεται με τον προ κατασταλτικό σχεδιασμό και τη λήψη μέτρων, τόσο σε επίπεδο πρόληψης με σκοπό να προλαμβάνεται η ανάφλεξη και στη συνέχεια η εξάπλωση μιας δασικής πυρκαγιάς, όσο και σε επίπεδο καταστολής, αντιμετώπισης και αποκατάστασης των πυρόπληκτων δασικών οικοσυστημάτων. Ωστόσο, οι σύγχρονες τάσεις χρήσεων γης που επικρατούν, προκαλούν την όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση βιομάζας και εύφλεκτων τύπων καύσιμης ύλης, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται σφοδρές πυρκαγιές. Σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, η κατάσταση αυτή προκαλείται από εσφαλμένες πολιτικές που εφαρμόζονται και επικεντρώνονται, σε μεγαλύτερο βαθμό, στην καταστολή και αγνοούν τον κυρίαρχο ρόλο της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών και κατ’ επέκταση της καύσιμης ύλης.
Η συμπεριφορά μιας πυρκαγιάς, καθορίζεται και μεταβάλλεται από την ίδια την καύσιμη ύλη, η οποία διαχειρίζεται και ασχολείται με τη ρίζα του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών. Η ορθή διαχείριση της βιομάζας αλλά και της καύσιμης ύλης, συνεπάγεται σωστό σχεδιασμό και εφαρμογή, ώστε να αυξάνεται το όριο των καιρικών συνθηκών, στο οποίο η καταστολή μιας πυρκαγιάς σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή, είναι αποτελεσματική. Όσον αφορά, λοιπόν, στην καύσιμη ύλη και γενικότερα στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών, μπορούν να εφαρμοστούν τρεις βασικές στρατηγικές. Αυτές είναι η απομόνωση της καύσιμης ύλης, η διαφοροποίησή της στο εύρος της έκτασης της εκάστοτε περιοχής και η μετατροπή του τύπου της (Rigolot, et al., 2009). Σχετικά με την απομόνωσή της, αποτελεί μια στρατηγική, η οποία χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται, σε μεγαλύτερο βαθμό, στις Ευρωπαϊκές χώρες με τη μορφή στρατηγικά τοποθετημένων γραμμικών επεμβάσεων, μεταβλητού πλάτους. Η αποτελεσματικότητά της εντοπίζεται στη δημιουργία λωρίδων, από εκτάσεις χωρίς βλάστηση (ζώνες διακοπής), θυσιάζοντας την αισθητική αλλά ενισχύοντας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων καταστολής. Η διαφοροποίηση της καύσιμης ύλης, έγκειται στη δημιουργία ενός μωσαϊκού τοπίου, από επεμβάσεις στους ιδιαίτερα εύφλεκτους τύπους βλάστησης. Στην κάθε μονάδα, μειώνεται η ποσότητα της καύσιμης ύλης και μεταβάλλεται συνεχώς η δομική της διάταξη. Με αυτό τον τρόπο, μειώνεται η πιθανότητα ανάφλεξης αλλά παραμένει ως πρόβλημα το γεγονός ότι οι συγκεκριμένη επέμβαση δεν πραγματοποιείται στο βαθμό που θα έπρεπε, γιατί η κατανομή των πόρων μετατοπίζεται προς την ενέργεια της καταστολής και όχι στα προηγούμενα στάδια. Τέλος, η μετατροπή της καύσιμης ύλης, σημαίνει την αντικατάσταση των επικίνδυνων τύπων βλάστησης με άλλους λιγότερο εύφλεκτους, όπου έχει αποδειχθεί ότι επιδρούν στην άμβλυνση της συμπεριφοράς μιας δασικής πυρκαγιάς. Συνήθως, εφαρμόζεται σε συστάδες πλατύφυλλης βλάστησης και εκμεταλλεύεται τη φυσική διαδοχή προς το μικτό δάσος και την ωριμότητα, λόγω των περιορισμένων διαθέσιμων προς μετατροπή ειδών βλάστησης (Rigolot, et al., 2009).
Στα Ευρωπαϊκά πρότυπα, συνίσταται ο συνδυασμός των παραπάνω στρατηγικών για μέγιστη αποτελεσματικότητα. Ωστόσο, απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των μέτρων αυτών, είναι η ύπαρξη ενός προσεκτικού χωροταξικού σχεδιασμού, με στόχο τη μελέτη του μεγέθους, της θέσης, του προσανατολισμού και των επεμβάσεων (Rigolot, et al., 2009).
Στον ελλαδικό χώρο αντίστοιχα, η κείμενη νομοθεσία επιχειρεί να καθορίσει τους τρόπους αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών αποσαφηνίζοντας τους ρόλους και τις αρμοδιότητες του εκάστοτε φορέα. Ειδικότερα, με βάση τα άρθρα 23 & 25 του Ν. 998/79 προκύπτει η υποχρέωση (για τους Φορείς, που αναφέρονται για δράσεις που προσδιορίζονται στην ΚΥΑ 12030Φ.109.1/1999 για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών) ανάπτυξης μηχανισμού και λήψης μέτρων, έτσι ώστε να υπάρχει άμεσος έλεγχος των δασικών πυρκαγιών που ενδέχεται να εκδηλωθούν κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, δηλαδή της περιόδου μεταξύ 1ης Μαΐου μέχρι 31η Οκτωβρίου. Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση κινδύνων λόγω δασικών πυρκαγιών, έχει αποδειχθεί, με βάση την εμπειρία των προηγουμένων ετών, ότι απαιτείται συντονισμός και στενή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων.
Για την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, το «κλειδί» βρίσκεται στην αύξηση των μέτρων πρόληψης παρά στην αύξηση των μέτρων καταστολής (San-Miguel_Ayanz, 2013; Ξανθόπουλος, 2016). Η πρόληψη, αποτελεί τον πρώτο στόχο της αντιπυρικής προστασίας του δασικού και γενικότερα του φυσικού περιβάλλοντος. Ως πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, θεωρείται ένα σύνολο ενεργειών, που στόχο έχουν τη μείωση ή εξάλειψη της πιθανότητας εκδήλωσης πυρκαγιάς, τη μείωση της ταχύτητας εξάπλωσης σε περίπτωση εκδήλωσής της και της έντασης κάθε πυρκαγιάς που εκδηλώνεται. Επιπλέον, ορίζει την ύπαρξη ενός μηχανισμού, ικανού να εντοπίσει γρήγορα κάθε νέα δασική πυρκαγιά που εκδηλώνεται αποστέλλοντας τις απαιτούμενες δυνάμεις για άμεση καταστολή (Καϊλίδης & Καρανικόλας, 2004). Αντικείμενο της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, είναι να μειώσει τον αριθμό των ανθρώπων που προκαλούν πυρκαγιές σε συγκεκριμένες περιοχές, μειώνοντας ταυτόχρονα και τη συχνότητα της πυρκαγιάς. Tο κομμάτι της πρόληψης μιας δασικής πυρκαγιάς, επιτυγχάνεται με τη λήψη αντιπυρικών λωρίδων και με κατάλληλους δασοκομικούς χειρισμούς. Στην Ελλάδα, από το 1998 και μετά, την αρμοδιότητα της πρόληψης κατέχει αποκλειστικά η Δασική Υπηρεσία. Η διαχείριση και η αξιοποίηση των φυσικών πόρων των δασών είναι ένα πολύ ουσιαστικό μέτρο πρόληψης που δυστυχώς στη χώρα μας αλλά και διεθνώς δεν έχει εκτεταμένη εφαρμογή. Η αραίωση των δασών, η αφαίρεση και η επεξεργασία υπολειμμάτων της καύσιμης ύλης καθώς επίσης οι εργασίες συγκομιδής μπορούν να βοηθήσουν πολλαπλά τις κοινωνίες. Η εκμετάλλευση των δασικών προϊόντων από τη βιομάζα των οικοσυστημάτων θα βοηθήσει στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών αλλά και την οικονομία. Η βελτιστοποίηση της επεξεργασίας καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας από δασική βιομάζα μπορεί να συνδυαστεί με τη μείωση του κινδύνου πυρκαγιάς (San-Miguel-Ayanz, 2013).
Δράσεις Δήμων για την αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών
- Προληπτικά - προκατασταλτικά μέτρα για τη μείωση του κινδύνου δασικών πυρκαγιών
Τα προληπτικά έργα του Δήμου Μετσόβου που συμβάλλουν στην μείωση του κινδύνου εκδήλωσης των δασικών πυρκαγιών καθώς και των συνεπειών τους, συμπεριλαμβανομένων και έργων που εξυπηρετούν στοχευόμενα τις ανάγκες καταστολής (προκατασταλτικά έργα) όπως συμβολή στη βελτίωση και συντήρηση του δασικού οδικού δικτύου κλπ, δρομολογούνται με εντολή Δημάρχων και προσδιορίζονται θεματικά στις παρακάτω ενότητες:
- Εκτέλεση προγραμμάτων προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης για τη μείωση του κινδύνου, σε περιοχές ιδιαίτερης προστασίας (πάρκα, κατασκηνώσεις, κλπ) αρμοδιότητάς του
- Αποψίλωση και απομάκρυνση ξηρής φυτικής βιομάζας από τις φυτεμένες νησίδες και τα πρανή του οδικού δικτύου ευθύνης του Δήμου
- Απομάκρυνση των υπολειμμάτων καθαρισμού της βλάστησης που ενεργείται για τους ίδιους λόγους από ιδιοκτήτες σε περιβάλλοντος χώρους κατοικιών και οικοπεδικές εκτάσεις (Πυρ. Διάταξη 4/2012, Ν.3852/2010, αρθ.94 παρ.1), εντός των διοικητικών του ορίων
- Εκτέλεση έργων και εργασιών προληπτικού καθαρισμού της βλάστησης καθ' υπόδειξη και συνεργασία με την αρμόδια Δασική Υπηρεσία κυρίως στη ζώνη μίξης δασών - οικισμών για λόγους αντιπυρικής προστασίας των πολεοδομικών συγκροτημάτων
- Συμβολή και συνεργασία του Δήμου στη συντήρηση και βελτίωση του δασικού οδικού δικτύου, με την αρμόδια Δασική Υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Επισημαίνεται ότι τα έργα συντήρησης του δασικού οδικού δικτύου εκτελούνται κατά κανόνα μετά το πέρας των εαρινών βροχοπτώσεων
- Εγκατάσταση και συντήρηση πυροσβεστικών υδατοδεξαμενών και υδροστομίων για κατάσβεση πυρκαγιάς ή πλήρωση πυροσβεστικών οχημάτων σε όλες τις δασικές περιοχές
- Λήψη μέτρων πρόληψης για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιάς στην ύπαιθρο από τη λειτουργία χώρων ανεξέλεγκτης εναπόθεσης αστικών απορριμμάτων.
- Δασοκομικοί χειρισμοί με σκοπό την αντιπυρική προστασία, όπως απομάκρυνση επιφανειακής καύσιμης ύλης(καθαρισμοί), απομάκρυνση κατώτερων τμημάτων της κόμης (κλαδεύσεις) και απομάκρυνση δέντρων (αραιώσεις).
- Δημιουργία και συντήρηση αντιπυρικών λωρίδων και δασικών δρόμων. Αποτελούν σημαντικά και απαραίτητα έργα υποδομής, αφού εκτός του ότι αποτρέπουν την επέκταση – εξάπλωση των δασικών πυρκαγιών λόγω της διακοπής της συνέχειας της βλάστησης παρέχουν πρόσβαση στα πυροσβεστικά οχήματα και στο προσωπικό.
- Για σκοπούς συνεχούς επιτήρησης και πυροπροστασίας δασικών περιοχών ευαίσθητων στην πυρκαγιά σε συνεργασία και με άλλους φορείς, πρέπει να γίνεται χρήση τεχνολογίας συνεχούς παρακολούθησης, όπως λειτουργία κινητής Video/Thermal κάμερας, χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (Drones) και απλών καμερών.
Θέματα που αφορούν την χρηματοδότηση των Δήμων για την κάλυψη δράσεων πυροπροστασίας, όπως καθαρισμός βλάστησης για τη μείωση του κινδύνου στα περιαστικά δάση, άλση κλπ, δρομολογούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών, μετά την εξασφάλιση των σχετικών πιστώσεων. Για την κατανομή των ανωτέρω πιστώσεων λαμβάνεται υπόψη σχετική εισήγηση της ΓΓΠΠ (N. 3013/2002,όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει)
- Προπαρασκευαστικά μέτρα
Τα προπαρασκευαστικά μέτρα και δράσεις πολιτικής προστασίας που συμβάλλουν στην ετοιμότητα του ανθρώπινου δυναμικού και των μέσων που διαθέτει ο Δήμος Μετσόβου για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, καθώς και την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους, δρομολογούνται με εντολή Δημάρχων και προσδιορίζονται θεματικά στις παρακάτω ενότητες:
- Ορισμός υπευθύνων του Γραφείου Πολιτικής Προστασίας του Δήμου.
- Συντήρηση εξοπλισμού και μέσων που θα χρησιμοποιηθούν για την υποστήριξη του έργου της καταστολής των δασικών πυρκαγιών που διενεργείται με ευθύνη του Π.Σ., καθώς και για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών λόγω δασικών πυρκαγιών.
- Σύνταξη ή επικαιροποίηση των μνημονίων ενεργειών για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, καθώς και την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους, από τα Γραφεία Πολιτικής Προστασίας των Δήμων,
- Κατάρτιση μνημονίων συνεργασίας με ιδιωτικούς φορείς για την εξασφάλιση επιπλέον πόρων προς ενίσχυση του έργου τους στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και τη διαχείριση των συνεπειών λόγω δασικών πυρκαγιών, καθώς και στην υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους
- Καταγραφή των μέσων και του ανθρώπινου δυναμικού που μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση δασικών πυρκαγιών από τους Προέδρους Τοπικών Κοινοτήτων, που είναι υπεύθυνοι των ομάδων πυρασφάλειας της Τοπικής Κοινότητας και κοινοποίησή τους στο Γραφείο Πολιτικής Προστασίας του Δήμου, στο πλαίσιο εφαρμογής του Άρθρου 82 του Ν. 3852/2010.
- Ενημέρωση του κοινού για τη λήψη μέτρων πρόληψης και αυτοπροστασίας από κινδύνους που προέρχονται από δασικές πυρκαγιές
- Σύσταση και συγκρότηση επιτροπών καταγραφής ζημιών για την χορήγηση οικονομικής ενίσχυσης σε όσους περιέρχονται σε κατάσταση ανάγκης συνεπεία δασικών πυρκαγιών (προνοιακό επίδομα)
- Σύγκληση των Συντονιστικών Τοπικών Οργάνων (ΣΤΟ) με ευθύνη των Δημάρχων
- Συμμετοχή στα Συντονιστικά Όργανα Πολιτικής Προστασίας των Περιφερειακών Ενοτήτων (ΣΟΠΠ), εφόσον προσκληθεί, για την επίλυση ζητημάτων συνεργασίας μεταξύ των εμπλεκομένων φορέων στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών λόγω δασικών πυρκαγιών
- Διενέργεια ασκήσεων Πολιτικής Προστασίας για την εκπαίδευση του προσωπικού και την αξιολόγηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας των υπηρεσιών του Δήμου έναντι δασικών πυρκαγιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Εγχειρίδιο σχεδιασμού, διεξαγωγής και αποτίμησης ασκήσεων Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ, Μάιος 2009)
Οι ανωτέρω δράσεις πολιτικής προστασίας έχουν ως στόχο την προετοιμασία του μηχανισμού για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών λόγω δασικών πυρκαγιών, καθώς και την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος.
- Διενέργεια ασκήσεων Πολιτικής Προστασίας σε επίπεδο Δήμου
Με εντολή των Δημάρχων, τα γραφεία Πολιτικής Προστασίας των Δήμων καλούνται να προγραμματίζουν σε ετήσια βάση μια άσκηση ετοιμότητας για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, καθώς και για την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους, βάσει του αντίστοιχου σχεδιασμού τους. Οι ασκήσεις αυτές θα πρέπει να εστιάζουν κατά κύριο λόγο σε θέματα κατανομής ρόλων και αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών της Περιφέρειας ή των Δήμων, αντίστοιχα, με στόχο την επαύξηση της δια -λειτουργικότητας και συνεργασίας όλων των οργανικών μονάδων των Περιφερειών ή των Δήμων, αντίστοιχα, στο πλαίσιο του θεσμικού τους ρόλου στην αντιμετώπιση κινδύνων από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών. Τονίζεται ότι σε αρχικό στάδιο οι ασκήσεις αυτές θα πρέπει να επικεντρώνονται μόνο στην άσκηση των οργανικών μονάδων και υπηρεσιών των Περιφερειών ή των Δήμων, για τη βελτίωση του σχεδιασμού τους στην αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών, καθώς και για την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους, χωρίς την εμπλοκή άλλων φορέων και υπηρεσιών (ΕΛ.ΑΣ., Π.Σ., ΕΚΑΒ, κλπ.). Σε δεύτερο στάδιο θα κληθούν να συμμετέχουν στις ανωτέρω ασκήσεις και οι λοιποί εμπλεκόμενοι φορείς σε επίπεδο Περιφέρειας ή Δήμου αντίστοιχα (διυπηρεσιακή άσκηση), στο πλαίσιο συντονισμού και δια-λειτουργικότητας μεταξύ τους, για υλοποίηση δράσεων που συνδέονται με την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών και την άμεση/βραχεία διαχείριση των συνεπειών από την εκδήλωση δασικών πυρκαγιών καθώς και για την υποστήριξη του έργου του Πυροσβεστικού Σώματος για τον έλεγχο και την καταστολή τους.
Η τοποθέτηση πινακίδων ενημέρωσής έχει ως σκοπό την ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την επικινδυνότητα έναρξης πυρκαγιάς.
Διακρίνονται τέσσερις κανονικές κατηγορίες κινδύνου, χαμηλή, μέση, υψηλή και πολύ υψηλή, βαθμολογούμενες αντίστοιχα με αριθμούς από το 1 έως το 4. Η κατηγορία με αριθμό 5, κατά κανόνα, εμφανίζεται σπάνια στο χάρτη. Η κατηγορία αυτή αντιστοιχεί με Κατάσταση Συναγερμού, σύμφωνα με τη Γενική γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.
Η έννοια των ανωτέρω κατηγοριών κινδύνου αναλύεται παρακάτω:
- Κατηγορία Κινδύνου 1 (Χαμηλή)
Ο κίνδυνος είναι χαμηλός. Η πιθανότητα για εκδήλωση πυρκαγιάς δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή. Εάν εκδηλωθεί πυρκαγιά, οι συνθήκες (κατάσταση καύσιμης ύλης, μετεωρολογικές συνθήκες) δεν θα ευνοήσουν τη γρήγορη εξέλιξή της.
- Κατηγορία Κινδύνου 2 (Μέση)
Ο κίνδυνος είναι συνήθης για τη θερινή περίοδο. Πυρκαγιές που ενδέχεται να εκδηλωθούν, αναμένεται να είναι μέσης δυσκολίας στην αντιμετώπισή τους.
- Κατηγορία Κινδύνου 3 (Υψηλή)
Ο κίνδυνος είναι υψηλός. Είναι πιθανό να εκδηλωθεί αυξημένος αριθμός πυρκαγιών, αρκετές από τις οποίες θα είναι δύσκολο να αντιμετωπισθούν όταν οι τοπικές συνθήκες είναι ευνοϊκές (μορφολογία εδάφους, τοπικοί άνεμοι κλπ).
- Κατηγορία Κινδύνου 4 (Πολύ Υψηλή)
Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα υψηλός. Ο αριθμός των πυρκαγιών που αναμένεται να εκδηλωθούν, πιθανόν να είναι μεγάλος αλλά, το κυριότερο, κάθε πυρκαγιά μπορεί να λάβει μεγάλες διαστάσεις εφόσον ξεφύγει από την αρχική προσβολή.
- Κατηγορία Κινδύνου 5 (Κατάσταση ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΥ)
Ο κίνδυνος είναι ακραίος. Ο αριθμός των πυρκαγιών που αναμένεται να εκδηλωθούν, πιθανόν να είναι πολύ μεγάλος. Όλες οι πυρκαγιές που ενδέχεται να εκδηλωθούν, μπορεί να λάβουν γρήγορα μεγάλες διαστάσεις και να αναπτύξουν ακραία συμπεριφορά αμέσως μετά την εκδήλωσή τους. Η δυσκολία ελέγχου αναμένεται να είναι πολύ μεγάλη μέχρι να μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αναπτύσσονται οι πυρκαγιές.
Εικόνα 4. Πινακίδες ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Εικόνα 5. Φωτεινές πινακίδες ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Επιπλέον, σε περιπτώσεις μεγάλης επικινδυνότητας εκδήλωσης και εξάπλωσης δασικών πυρκαγιών (κίνδυνος επιπέδου 4 και άνω) θεωρείται σκόπιμο ο Δήμος να εστιάσει στην ενημέρωση των επαγγελματιών του πρωτογενή τομέα παραγωγής. Ειδικότερα, με σχετικές ανακοινώσεις που θα εκδίδονται με ευθύνη του Δημάρχου συστήνεται η ενημέρωση των αγροτών, κτηνοτρόφων και μελισσοκόμων της περιοχής για τον πολύ υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς, προς αποφυγή ενεργειών πρόκλησης πυρκαγιάς από αμέλεια οφειλόμενη σε εργασίες στην ύπαιθρο.
Προτείνεται να τοποθετηθούν πινακίδες ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς σε κεντρικά σημεία των οικισμών του Δήμου για να ενημερώνουν τους ντόπιους και τους επισκέπτες της περιοχής σχετικά με τον κίνδυνο πυρκαγιάς. Για την καλύτερη ενσωμάτωση των πινακίδων προτείνεται το ακόλουθο σχέδιο.
Χειροκίνητα σημειώνεται πάνω στην πινακίδα η ημερήσια πρόβλεψη ένδειξης πυρκαγιάς. Η πινακίδα πρέπει να ενημερώνεται χειροκίνητα κάθε φορά που η ημερήσια πρόβλεψη κινδύνου πυρκαγιάς είναι πάνω από δύο. Στην πινακίδα υπάρχουν 5 επίπεδα όπως περιεγράφηκαν παραπάνω.
Η κατασκευή περιγράφεται συντόμως:
Δύο ορθοστάτες 10 cm x 10 cm και συνολικού ύψους 2,70 m, κατασκευασμένοι από σουηδική ξυλεία πεύκου. Οι δύο ορθοστάτες θα εγκιβωτιστούν σε βάθος 80 cm, το τμήμα που θα υπογειοποιηθεί θα εμποτιστεί με πίσσα και κατόπιν θα καλυφθεί με τσιμέντο. Στους ορθοστάτες, θα σταθεροποιηθεί η βάση της ενημερωτικής πινακίδας, διαστάσεων 1,00 x 1,30 m, και πάχους 2 cm, αποτελούμενη από ραμποτέ, σουηδική ξυλεία πεύκου. Η κάθε ενημερωτική πινακίδα θα τυπωθεί έγχρωμη σε ανοξείδωτη λαμαρίνα, διαστάσεων 1,00 x 1,30 m και πάχους 1,5 mm. Το περιεχόμενο των ενημερωτικών πινακίδων θα αφορά τα 5 επίπεδα κινδύνου πυρκαγιάς, όπως αυτά έχουν οριστεί από την πολιτική προστασία. Επί της κάθε πινακίδας, θα τοποθετηθεί διάφανο προστατευτικό κάλυμμα, ιδίων διαστάσεων με την πινακίδα, το οποίο θα είναι κατασκευασμένο από ανθεκτικό σε εξωτερικές συνθήκες υλικό. Στο σχέδιο που ακολουθεί φαίνεται το σχέδιο της προτεινόμενης πινακίδας ενημέρωσης κινδύνου πυρκαγιάς.
Εικόνα 6. Προτεινόμενο σχέδιο για πινακίδες ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Χωροθέτηση πινακίδων ενημέρωσης κινδύνου πυρκαγιάς
Προτείνεται η χωροθέτηση να γίνει σε κεντρικά σημεία των βασικότερων οικισμών του Δήμου Μετσόβου, όπως οι πλατείες ή περιοχές. Στο χάρτη που ακολουθεί φαίνονται οι οικισμοί αυτοί.
Εικόνα 7. Οικισμοί Δήμου Μετσόβου για χωροθέτηση πινακίδων ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Το σύνολο των πινακίδων ενημέρωσης είναι 14. Από μία πινακίδα σε κεντρικό σημείο των 12 βασικότερων οικισμών του Δήμου. Για τον οικισμό του Μετσόβου προτείνεται να τοποθετηθούν 3 πινακίδες, στις 2 εισόδους του οικισμού και 1 στην πλατεία. Στη συνέχεια παρατίθενται 3 φωτογραφίες για τα προτεινόμενα σημεία στον οικισμό του Μετσόβου.
Εικόνα 8. Κεντρική είσοδος οικισμού Δήμου Μετσόβου για χωροθέτηση πινακίδων ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Εικόνα 9. Δυτική είσοδος οικισμού Δήμου Μετσόβου για χωροθέτηση πινακίδων ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Εικόνα 10. Πλατεία Μετσόβου για χωροθέτηση πινακίδων ενημέρωσης επικινδυνότητας πυρκαγιάς
Ένας έγκαιρος εντοπισμός θα ήταν ικανός να ελαχιστοποιήσει τη σοβαρή ζημιά που μπορεί να προκληθεί στο περιβάλλον, το οικοσύστημα ή στις ανθρώπινες ζωές, ενώ, ταυτόχρονα, μειώνει το κόστος που χρειάζεται για δασοπυρόσβεση. Σκοπός, είναι να εντοπιστεί, έγκαιρα, η φωτιά στη φάση που έχει μόλις προκληθεί η ανάφλεξη και η ακριβή τοποθεσία της, ώστε να ενημερωθούν άμεσα τα σωστικά μέσα (Alkhatib, 2014). Όσο πιο σύντομα αναφερθεί η πυρκαγιά και γίνει μια σωστή πληροφόρηση, σχετικά με τις ακριβείς συντεταγμένες, την προσβασιμότητα, το μέγεθός της, την έντασή της, τη δασική καύσιμη ύλη που υπάρχει στην περιοχή και το βαθμό κινδύνου και ρίσκου που θα αντιμετωπίσουν, τόσο πιο εύκολο και με ασφάλεια θα μπορούν οι δασοπυροσβέστες να απαλείψουν την απειλή. Τα συστήματα που έχουν σχεδιαστεί τα τελευταία χρόνια, προκειμένου να λειτουργήσουν ανασταλτικά στην εξάπλωση μιας δασικής πυρκαγιάς και στις αναμενόμενες επιπτώσεις της, έχουν ως πρωταρχικό στόχο να δράσουν στο μέγεθος και στο περιεχόμενο της πυρκαγιάς. Αυξάνουν την πιθανότητα μιας γρήγορης και αποτελεσματικής κατάσβεσης στην περίπτωση που μια φωτιά μόλις έχει δημιουργηθεί και βρίσκεται ακόμα στα αρχικά της στάδια, ώστε να μην καταστραφούν μεγάλες εκτάσεις γης. Αυτή η δραστηριότητα λαμβάνει χώρα και έχει νόημα, κυρίως, τους θερινούς μήνες, όπου η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα σε κάποιες περιπτώσεις και υπάρχει μεγαλύτερη επικινδυνότητα (Martell D. L., 2001). Υπάρχει πληθώρα συστημάτων ανίχνευσης και παρακολούθησης φωτιάς στα δάση που ελέγχονται από τις αρχές. Αυτά περιλαμβάνουν παρατηρητές, είτε με τη μορφή περιπολιών, είτε με τη μορφή πύργων παρακολούθησης, αεροφωτογραφιών και δορυφορικών μέσων. Τα τελευταία χρόνια με την εξέλιξη της τεχνολογίας, έχουν αναπτυχθεί καινούργια συστήματα, μέσω των οποίων προωθείται η ανίχνευση και παρακολούθηση δασικών πυρκαγιών, όπως οπτικές κάμερες με αισθητήρες αλλά και γενικότερα διαφόρων ειδών αισθητήρες ή συνδυασμός αυτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για αυτόματα συστήματα και σε άλλες για ημιαυτόματα συστήματα παρακολούθησης (Alkhatib, 2014).
Ο χρόνος επισήμανσης και αναγγελίας της πυρκαγιάς παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για την κατάσβεσή της. Ο μέγιστος ανεκτός χρόνος για την ανίχνευση πυρκαγιών, όταν η αξία της επιτηρούμενης περιοχής είναι σχετικά αυξημένη, δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 15 λεπτά (Κατσάνος 1975).
Στην Ελλάδα, το βασικό μέσο ανίχνευσης των δασικών πυρκαγιών είναι ένα σύστημα πύργων-παρατηρητηρίων (πυροφυλάκια) με σκοπό τη γρηγορότερη ανίχνευση και αναγγελία της πυρκαγιάς, ώστε η κατάσβεσή της να γίνει, όταν αυτή είναι μικρή (Καϊλίδης και Καρανικόλα 2004). Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών προτείνοντας την κατάλληλη τοποθεσία των πύργων παρακολούθησης για καταπολέμηση των δασικών πυρκαγιών στην ευρύτερη περιοχή του Δήμου Μετσόβου. Πραγματοποιήθηκε χωροθέτηση των παρατηρητηρίων με χρήση λογισμικού GIS και με τα εξής κριτήρια:
- Σε απόσταση 150 μέτρων από το δρόμο για εύκολη πρόσβαση.
- Εντός 500 μέτρων από το ποτάμι, για πρόσβαση σε νερό.
- Σε υψόμετρο από 850m – 1600m
- Κλίση εδάφους μικρότερη του 20%
- Σε περιοχή με θαμνώδη ή χαμηλή βλάστηση
Το αποτέλεσμα είναι η χωροθέτηση 6 παρατηρητηρίων, τα 4 εξ αυτών κοντά στους μεγάλους οικισμούς του Δήμου, (Μηλιά, Ανθοχώρι, Χρυσοβίτσα, Μεγάλη Γότιστα), το ένα στο δρόμο της παλαιάς εθνικής οδού Τρικάλων – Ιωαννίνων με θέα προς το Μέτσοβο και το Ανήλιο, και το τελευταίο στο όρος Μαυροβούνι, πάνω από τη λίμνη Αώου. Στο χάρτη που ακολουθεί φαίνονται τα σημεία στα οποία προτείνεται να γίνει η χωροθέτηση σε συνάρτηση με τους βασικότερους οικισμούς του Δήμου.
Εικόνα 11. Χωροθέτηση των 6 παρατηρητηρίων στο Δήμο Μετσόβου
Στον Πίνακα 7 που ακολουθεί δίνονται οι συντεταγμένες των δασικών παρατηρητηρίων.
Πίνακας 7. Συντεταγμένες (ΕΓΣΑ 87) δασικών παρατηρητηρίων
α/α |
Χ |
Υ |
|
255156 |
4413975 |
|
255217 |
4401960 |
|
246528 |
4397080 |
|
250224 |
4407350 |
|
260610 |
4408428 |
|
262151 |
4414524 |
Σχέδιο παρατηρητηρίου
Προτείνονται 2 διαφορετικά είδη παρατηρητηρίων.
- Σχέδιο 1
Το παρατηρητηρίο του σχεδίου 1 είναι κατασκευασμένο από οπλισμένο σκυρόδεμα ενώ η τοιχοποιία θα κατασκευαστεί με πλινθοδομή διαστάσεων 25χ24χ25, με παράθυρο διαστάσεων 1,2χ1,2m σε κάθε μία από τις τρείς όψεις, ενώ στην τέταρτη όψη θα κατασκευαστεί πόρτα διαστάσεων 1,00m χ 2,20m. Εσωτερικά θα κατασκευαστεί επίχριση με τριπτό τριβιδιστό μαρμαροκονίαμα, ενώ εξωτερικά των τοίχων γίνει επένδυση με φυσικούς λίθους. Η εξωτερική επένδυση είναι απαραίτητη εργασία για την αισθητική προσαρμογή του πυροφυλακίου με το περιβάλλον. Απαραίτητη κρίνεται και εγκατάσταση συστήματος αντικεραυνικής προστασίας λόγω της θέσης του πυροφυλακίου αλλά και της εποχής που αυτό επανδρώνεται.
Οι εξωτερικές διαστάσεις του πυροφυλακίου είναι οι εξής:
Πλάτος 3.00m., Μήκος 3,50m, και Ύψος 2,64m.
Οι εσωτερικές διαστάσεις του θαλάμου παρατήρησης είναι οι εξής:
Πλάτος 2,50m, Μήκος 3,00m και Ύψος 2,50m.
Εικόνα 12. Κάτοψη παρατηρητηρίου – σχέδιο 1
Εικόνα 13. Όψη ανατολική παρατηρητηρίου – σχέδιο 1
Εικόνα 14. Όψη δυτική παρατηρητηρίου – σχέδιο 1
Εικόνα 15. Όψη νότια παρατηρητηρίου – σχέδιο 1
Εικόνα 16. Όψη βόρεια παρατηρητηρίου – σχέδιο 1
- Σχέδιο 2
Πυροφυλάκιο ξύλινης κατασκευής από ξυλεία μαύρης ελάτης.
Οι εξωτερικές διαστάσεις του πυροφυλακίου θα πρέπει να είναι 2,30m x 2,30m (εσωτερικές διαστάσεις 2,00m x 2,00m) και συνολικό ύψος 5,00m (υπέργειο ύψος 4,40m), από πλανισμένη και βαμμένη ξυλεία πεύκης. Το πυροφυλάκιο θα αποτελείται από ορθοστάτες, ξύλινη μονόριχτη κεκλιμένη στέγη που θα προεξέχει περιμετρικά κατά 0,40μ, ξύλινο πατάρι στα 2,20m με περιμετρικό ξύλινο κιγκλίδωμα ύψους 0,90m και ξύλινη σκάλα με κουπαστή, όπως φαίνεται και στο επισυναπτόμενο σχέδιο, αντίστοιχης ποιότητας υλικών κατασκευής. Η ελάχιστη διατομή για την κατασκευή των ορθοστατών θα είναι 15cm x 15cm. Η λοιπή ξυλεία για την κατασκευή της στέγης - δοκάρια θα αποτελείται από διατομή κατ' ελάχιστον 8cm x 8cm. Το πάτωμα του παταριού και η στέγη θα είναι κατασκευασμένα από ξυλεία ραμποτέ πάχους 2cm. Η στέγη θα επενδυθεί με ασφαλτικό κεραμίδι απόχρωσης πράσινης.
Σχέδιο του πυροφυλάκιου φαίνεται στις εικόνες που ακολουθούν.
Ανάλυση ορατότητας
Η δημιουργία μιας εικόνας θέασης από διασκορπισμένους πύργους παρατήρησης σε διάφορες περιοχές, χρειάζεται να εφαρμόζεται σε όλες τις περιοχές που είναι επιρρεπείς σε τέτοιου είδους φαινόμενα. Αποτελεί ένα σχετικά εύκολο εργαλείο, με την προϋπόθεση εγκατάστασης του προγράμματος ArcGIS® και της επέκτασης Spatial Analyst®, για την αξιολόγηση των κατάλληλων θέσεων εγκατάστασης σημείων παρατήρησης.
Στη φόρμα του εργαλείου «viewshed», τα προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν ως δεδομένα εισόδου, είναι το ψηφιακό μοντέλο εδάφους, ώστε να αναγνωριστεί το ανάγλυφο και η ορατότητα να λειτουργήσει με βάση αυτό και οι πύργοι παρατήρησης με τις συντεταγμένες και τους περιορισμούς τους. Το αποτέλεσμα, είναι μία εικόνα raster, σε δυαδική μορφή, όπου στις περιοχές που είναι ορατές, καταγράφεται η τιμή 1, ενώ, στις μη ορατές, καταγράφεται η τιμή 0. Λόγω της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει το ανάγλυφο της Ελλάδας και κυρίως το ορεινό της τμήμα, η επιλογή των περιοχών, αρχικά, γίνεται προσεγγιστικά, μέχρι να λυθεί το πρόβλημα του σημείου τοποθέτησης. Μετά από μια σειρά δοκιμών, προκύπτει το τελικό προϊόν, κατά το οποίο παρουσιάζεται η περιοχή που είναι ορατή από τους πύργους. Επομένως, η γεωμορφολογία, παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή της θέσης. Επίσης, μια τοποθεσία, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σωστή ή λάθος και να θεωρηθεί ως βάση στην οποία θα στηριχθούν και οι υπόλοιπες. Σε γενικές γραμμές, μετά από πληθώρα δοκιμών, παρατηρήθηκε ότι οι πιο κατάλληλες τοποθεσίες, είναι εκείνες που βρίσκονται σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο ή στην κορυφή του βουνού, εκείνες στις οποίες η κλίση είναι πιο ομαλή και εκείνες που βρίσκονται σε χαμηλά σημεία και πιο απομακρυσμένα. Τα υψηλότερα και τα χαμηλότερα σημεία παρέχουν το καλύτερο πεδίο όρασης, μόνο στην περίπτωση που η κλίση του εδάφους είναι ομαλή και μειώνεται με συνεχή ρυθμό, από το μεγαλύτερο προς το μικρότερο υψόμετρο. Διαφορετικά, αν η κλίση που παρουσιάζει το έδαφος αυξάνεται με φορά από το υψηλότερο προς το χαμηλότερο σημείο, τότε είναι πολύ πιθανό να δημιουργηθούν «τυφλές» περιοχές, δηλαδή, περιοχές οι οποίες δεν είναι ορατές από κάποιον παρατηρητή ή από κάποιο σύστημα πυρανίχνευσης. Πρέπει να σημειωθεί ότι, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο, να υπάρχει πλήρης κάλυψη θέασης της περιοχής, εκτός αν τοποθετηθεί μεγάλος αριθμός πύργων κάτι που θεωρείται αρκετά ασύμφορο και πολύ κοστοβόρο.
Η ανάλυση ορατότητας πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας τα εξής χαρακτηριστικά:
- Ύψος του επιπέδου επιφυλακής στον πύργο από το έδαφος 5μ
- Ύψος καπνού που μπορεί να αναγνωριστεί από τον πύργο 100μ
- Αρχική τιμή οριζόντιας γωνίας σάρωσης 0Ο
- Τελική τιμή οριζόντιας γωνίας σάρωσης 360Ο
- Μέγιστη κατακόρυφη γωνία θέασης +90Ο
- Ελάχιστη κατακόρυφη γωνία θέασης -90Ο
- Αρχικό μήκος σάρωσης 0μ
- Τελικό μήκος σάρωσης 10χλμ
Εικόνα 19. Χάρτης ορατότητας των 6 παρατηρητηρίων στο Δήμο Μετσόβου
Όπως διακρίνεται και στην εικόνα 2.14, το 15% περίπου της συνολικής έκτασης του Δήμου Μετσόβου είναι ορατό από τα 6 αυτά παρατηρητήρια. Στην επιλογή της μεθόδου εντοπισμού των πυρκαγιών πρέπει να συνυπολογίζονται πολλοί παράγοντες όπως το καθεστώς προστασίας των δασών (π.χ. εθνικός δρυμός), η μορφολογία του εδάφους, το κόστος, η τεχνολογική ικανότητα φορέων για αξιοποίηση και συντήρηση προηγμένων συστημάτων, κ.λπ. (Ξανθόπουλος, 2012). Η παρατήρηση από πυροφυλάκια είναι πολύ αποτελεσματική μέθοδος επόπτευσης περιοχών και αποτελεί λύση πολύ χαμηλού κόστους.
Σε δασικές περιοχές οι οποίες βρίσκονται εκτός του οπτικού πεδίου των παρατηρητηρίων, οργανώνονται και εκτελούνται επίγειες περιπολίες, συνήθως με μικρά πυροσβεστικά οχήματα ταχείας επέμβασης. Αποστολή των δασικών περιπόλων είναι η παρατήρηση για την ύπαρξη καπνού ή φωτιάς, η άμεση επέμβαση και καταστολή κάθε πυρκαγιάς, η πληροφόρηση του κοινού και η εφαρμογή της δασικής νομοθεσίας. Πραγματοποιούνται επίσης εναέριες περιπολίες με έμφορτα πυροσβεστικά αεροπλάνα, με σκοπό την ανίχνευση τυχόν πυρκαγιών και την άμεση επέμβαση για καταστολή τους.
Για σκοπούς συνεχούς επιτήρησης και πυροπροστασίας δασικών περιοχών, σε συνεργασία και με άλλους φορείς, γίνεται χρήση τεχνολογίας συνεχούς παρακολούθησης, όπως λειτουργία κινητής Video/Thermal κάμερας, χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (Drones) και απλών καμερών ή και εργαλείων όπως το Firehub που έχει αναπτυχθεί από το αστεροσκοπείο Αθηνών . Η υπηρεσία FIREHUB αποτελεί μία ηλεκτρονική πλατφόρμα η οποία συνδέεται με τους δορυφόρους που πετάνε γύρω από την Γη στέλνοντας συνεχώς και με συχνότητα τα 5 λεπτα τη ώρας εικόνες από τις συνθήκες που επικρατούν στο φυσικό περιβάλλον του πλανήτη μας. Οι απεικονίσεις αυτές συγκεντρώνονται στους ταχύτατους Servers του Αστεροσκοπείου όπου και συνδυάζονται, με χρήση σύνθετων μοντέλων, με πολλά άλλα δεδομένα που αφορούν στα δυναμικά στοιχεία του καιρού και στα φυσικά οικοσυστήματα παρέχοντας συνεχώς και σε πραγματικό χρόνο υψηλής ακρίβειας πληροφορίες όπως: α) την εξέλιξη κάθε πυρκαγιάς που συμβαίνει στην επικράτεια της χώρας ανά 5 λεπτά της ώρας, β) την πρόβλεψη ανά μια ώρα της διασποράς του καπνού επάνω από τα αστικά κέντρα με ταυτόχρονη εκτίμηση της περιεκτικότητας του καπνού σε οργανικά υλικά με επιπτώσεις στην υγεία των ευάλωτων ηλικιών, και γ) την εκτίμηση σε ημερησία, εβδομαδιαία, και εποχική βάση της ακριβούς έκτασης και των ορίων των δασικών οικοσυστημάτων που κάηκαν και τα οποία χρήζουν άμεσης αποκατάστασης για την αποφυγή κάθε παράνομης ενέργειας καταπάτησης των καμένων εκτάσεων. Οι παραπάνω δορυφορικές υπηρεσίες αποτελούν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και παρέχονται μέσω διαδικτυακού τόπου του Κέντρου Αριστείας Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών ΒΕΥOND στην διεύθυνση (http://ocean.space.noa.gr/FireHub). Σήμερα Οι υπηρεσίες αυτές παρέχονται επιχειρησιακά σε βασικούς φορείς που εμπλέκονται θεσμικά στην διαχείριση και καταστολή των πυρκαγιών όπως το επιχειρησιακό κέντρο της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας 199 ΣΕΚΥΠΣ/ΣΚΕΔ, καθώς και το Επιχειρησιακό Κέντρο Παρακολούθησης Καταστροφών του ΟΤΕ, την Διεύθυνση Προστασίας Δασών του ΥΠΕΚΑ και την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Η βράβευση πραγματοποιήθηκε
Στη γλώσσα της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, πέρα από την έννοια της καταστολής, οι διαχειριστές χρησιμοποιούν ακόμη έναν όρο, αυτό της προ-καταστολής (presuppression). Λειτουργεί, με σκοπό την περιγραφή των ενεργειών που λαμβάνουν χώρα πριν την ύπαρξη φωτιάς. Στις δράσεις των διαχειριστών σχετικά με την προ-καταστολή, περιλαμβάνεται η πρόσληψη δασοπυροσβεστών. Τα επιπλέον κόστη που περιλαμβάνονται, είναι και οι μισθοί από τις υπερωρίες, όταν ξεσπά μια φωτιά και αντιμετωπίζεται, όπου τότε θεωρείται ως μέτρο καταστολής. Τα κέντρα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, είναι υπεύθυνα για την κατανομή των χρηματικών πόρων, σχετικά με τη φάση της προ καταστολής στην αρχή κάθε περιόδου που παρουσιάζει μεγάλο αριθμό πυρκαγιών. Τα ποσά που καταβάλλουν, χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία και συντήρηση δασικών παρατηρητηρίων και άλλων υποδομών, για εξοπλισμό πυρασφάλειας, όπως φορητές αντλίες τροφοδοσίας, σωλήνες και άλλα εργαλεία χειρός. Επίσης, χρηματοδοτούν δασοπυροσβέστες και άλλα μέλη, αεροπλάνα και ελικόπτερα μεταφοράς, για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών τις περιόδους εκείνες. Είναι γεγονός, ότι όσο περισσότεροι δασοπυροσβέστες υπάρχουν, τόσο λιγότερες ελλείψεις σε προσωπικό θα προκύψουν. Αυτό καθιστά πιο εύκολη την τοποθέτησή τους σε πολλά σημεία και βάσεις, όπου είναι πιθανό να ξεσπάσει φωτιά, με σκοπό την έγκαιρη ειδοποίηση. Οι ύπαρξη λιγότερων αλλά έγκυρων συναγερμών, μειώνει την πιθανότητα μη καταστολής της δασικής πυρκαγιάς και το καθαρό όφελος έγκειται στο γεγονός της μείωσης της ζημιάς που πρόκειται να υπάρξει σε αντίθετη περίπτωση, καθώς και το κόστος της καταστολής. Είναι, επομένως, λογικό να θεωρηθεί ότι το κόστος της καταστολής μειώνεται αισθητά όσο αυξάνονται τα έξοδα της προ καταστολής αλλά με φθίνοντα ρυθμό, λόγω της μείωσης της οριακής απόδοσης.
Στην ουσία, αυτό το οποίο χρειάζεται είναι ένα πολυδιάστατο πρόγραμμα διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών το οποίο σχετίζει την ετήσια καμένη έκταση με τις προσπάθειες που γίνονται για πρόληψη, με τον αριθμό και την τοποθεσία των δασοπυροφυλακίων και τον αριθμό και τύπο ανίχνευσης φωτιάς είτε εναέρια είτε μέσω σημείων παρατήρησης.
Αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι τα οφέλη της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, αναφέρονται σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη μείωση των απωλειών και ζημιών. Αυτό προκύπτει, ως αποτέλεσμα της αποφυγής εμφάνισης μεγάλου αριθμού και μεγέθους καταστροφικών δασικών πυρκαγιών, με την παράλληλη αύξηση της παραγωγικότητας των δασικών πόρων και του περιβάλλοντος. Όλα αυτά, αποτελούν συνέπειες σωστής χρήσης της «καθορισμένης» φωτιάς και του επιτυχημένου ελέγχου και εντοπισμού, λαμβάνοντας τα θετικά στοιχεία μιας φωτιάς. Κάθε χρόνο οι διαχειριστές και άλλες κυβερνητικές οργανώσεις, πρέπει να αποφασίζουν με τι ποσό θα χρηματοδοτήσουν τέτοιες ενέργειες. Με την πάροδο του χρόνου, έχουν γίνει πολλές προσπάθειες για τη σύνταξη συγκεκριμένων διαδικασιών και μέτρων, για μια σωστή και κατάλληλη προστασία σε περίπτωση δασικής πυρκαγιάς (Martell D. L., 2001).
Πέρα όμως από την προ καταστολή, εντοπίζεται το κομμάτι της καταστολής, το οποίο εφαρμόζεται όταν μια δασική πυρκαγιά έχει ξεσπάσει και από τη στιγμή που έχει ανιχνευτεί, συνεχίζει να μεγαλώνει και να αποκτά όλο και μεγαλύτερη ένταση και ταχύτητα μέχρι τη στιγμή που θα είναι υπό πλήρη έλεγχο. Η αποτελεσματικότητα των δυνάμεων αντιμετώπισης, εξαρτάται αποκλειστικά από τη σύνθεσή της, πόσο έγκαιρα φτάνουν οι δυνάμεις στο σημείο της φωτιάς, η καύσιμη ύλη και το έδαφος της περιοχής καθώς και η συμπεριφορά της φωτιάς. Όσοι ασχολούνται με τη διαχείριση αυτού του είδους των πυρκαγιών, συνήθως, χρησιμοποιούν συστήματα ταξινόμησης της κατάστασης ελέγχου μιας πυρκαγιάς με σκοπό να αναγνωριστεί σε ποια φάση, ως προς τον έλεγχο, βρίσκεται η φωτιά, όπως επίσης, τα σημαντικά σημεία και τα χρονικά διαστήματά της (Martell D. L., 2001).
Όσο πιο γρήγορα εντοπίζεται και αναφέρεται μια πυρκαγιά, τόσο πιο έγκαιρα και μεγαλύτερες είναι οι δυνάμεις που αποστέλλονται και τόσο περισσότερο η φωτιά θα περιοριστεί σε μικρά κομμάτια. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις, όπου η φωτιά είναι τόσο μεγάλη και έντονη, που δεν μπορεί να περιοριστεί. Παρά τις δυνάμεις δασοπυρόσβεσης, τεράστιες εκτάσεις γης καίγονται ανεξέλεγκτα, μέχρις ότου μια σημαντική αλλαγή στις καιρικές συνθήκες, στην καύσιμη ύλη, στην τοπογραφία ή συνδυασμός τους, μειώσει την ένταση της πυρκαγιάς και οι δασοπυροσβέστες καταφέρουν να κατευνάσουν με ασφάλεια την ανάφλεξη (Martell D. L., 2001).
Το πρώτο και πιο σημαντικό κομμάτι σε μια δασική πυρκαγιά κατέχει η ανίχνευση. Μέσω της ανίχνευσης, προλαμβάνεται μια τέτοια κατάσταση και μειώνει όχι μόνο το κόστος που καταναλώνεται για τους μισθούς των εργαζομένων και άλλα μέσα, αλλά, ταυτόχρονα, προστατεύει το περιβάλλον και το οικοσύστημα από μια μεγάλη καταστροφή, με μακροχρόνιες επιπτώσεις για αυτή και τους ανθρώπους. Η φάση της ανίχνευσης, λοιπόν, περιλαμβάνει τρία στάδια, την ανάφλεξη, την ανίχνευση και την αναφορά. Στη συνέχεια, ακολουθεί το κομμάτι της ανάπτυξης και ωριμότητας, που αποτελείται από τέσσερα στάδια, ξεκινώντας τη στιγμή που γίνεται η αναφορά της πυρκαγιάς, συνεχίζει με τους πόρους διάσωσης που αποστέλλονται και τη στιγμή που φτάνουν στο σημείο της φωτιάς και τελειώνει στη φάση που ξεκινάει η καταστολή. Όσο προχωράει ο χρόνος μεσολαβεί ένα αρκετά μεγάλο διάστημα από τη στιγμή που ξεκινάει η κατάσβεση, μέχρι τη στιγμή που δεν προκαλείται πλέον καινούργια ανάφλεξη, κάτι που αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα η φωτιά, μελλοντικά θα συμβεί. Αυτό το κομμάτι, ανήκει στο στάδιο που αποστέλλονται οι πρώτες δυνάμεις. Για την καταστολή μιας πυρκαγιάς, εφαρμόζονται δύο μέθοδοι από την πλευρά των πυροσβεστικών δυνάμεων, η άμεση και η έμμεση μέθοδος. Όσον αφορά στην άμεση μέθοδο, οι δυνάμεις που αποστέλλονται επιτίθενται απευθείας στην πυρκαγιά, με στόχο να σβήσουν τις φλόγες και να διαχωρίσουν την καμένη καύσιμη ύλη από αυτή που δεν έχει προσβληθεί. Από την άλλη πλευρά, στην έμμεση μέθοδο, η γραμμή αντιμετώπισης της δασικής πυρκαγιάς που έχει ξεσπάσει, βρίσκεται μακριά από την περίμετρο, η απόστασή της μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες, ενώ, η καύσιμη ύλη ανάμεσα στο μέτωπο και τη γραμμή αντιμετώπισης καταστρέφεται (Βορίσης, 2001). Τέλος, μέχρι τη στιγμή κατάσβεσης της πυρκαγιάς, ακολουθούν οι τρεις (3) τελευταίες φάσεις, οι οποίες διακρίνονται σε αυτή όπου δεν προκαλείται άλλη ανάφλεξη, στη φάση όπου οι δυνάμεις έχουν υπό πλήρη έλεγχο τη φωτιά και σε αυτή που η πυρκαγιά δηλώνεται ότι έχει πια σβηστεί.
Το πλαίσιο εθελοντισμού στον τομέα της δασοπυρόσβεσης – δασοπροστασίας περιλαμβάνει εθελοντικές οργανώσεις και μεμονωμένους εθελοντές, που είτε οργανώνονται θεσμικά μέσα στο πλαίσιο των υπηρεσιών του ΠΣ, είτε οργανώνονται αυτόνομα με διάφορους τρόπους (ανεξάρτητες ή υποστηριζόμενες από τους ΟΤΑ ή άλλους φορείς) και είτε εντάσσονται στο σύστημα εθελοντισμού της πολιτικής προστασίας ή όχι. Για το λόγο αυτό η δημιουργία εθελοντικής ομάδας δασοπροστασίας είναι ένα μέτρο που στην περίπτωση του Δήμου Μετσόβου μπορεί να βοηθήσει στη δασοπροστασία της περιοχής. Παρόλο που σαν πλαίσιο ο εθελοντισμός είναι κάτι πολύπλοκο, εντούτοις δεν πρέπει να αναιρεί τη σημασία που έχει διότι βοηθάει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών σχετικά με την προστασία της περιοχής και στη δημιουργία ενεργών και δραστήριων πολιτών. Πρέπει να υπάρχει στενή σχέση των εθελοντικών ομάδων και των ΟΤΑ κυρίως λόγω της εντοπιότητας που έχουν οι εθελοντές.
Κύριος ρόλος της εθελοντικής ομάδας δασοπροστασίας Μετσόβου είναι η στελέχωση των προτεινόμενων παρατηρητηρίων με σκοπό την έγκαιρη πρόληψη δασικών πυρκαγιών τις ημέρες υψηλού κινδύνου. Επικουρικά μπορεί να βοηθήσει στην ενημέρωση των πολιτών και στη διενέργεια ασκήσεων εκκένωσης του οικισμού.
Είναι σαφές ότι οι εθελοντές και η συμμετοχή των πολιτών στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών διαδραματίζουν ενισχυτικό ρόλο προς τις αρμόδιες κρατικές αρχές και σε καμία περίπτωση δεν τις υποκαθιστούν. Ειδικότερα, ο τρόπος δράσης των εθελοντικών οργανώσεων στην επιτήρηση των δασών και δασικών εκτάσεων με στόχο την άμεση αναγγελία πυρκαγιάς κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου καθορίζονται από το Πυροσβεστικό Σώμα. Επισημαίνεται ότι προκειμένου η προσφορά της εθελοντικής ομάδας να είναι ουσιαστική, πρέπει οι δράσεις που αναλαμβάνει να αποτελούν μέρος των επιχειρησιακών αναγκών. Για αυτό προτείνεται η πιστοποίηση και ένταξη της ομάδας στο Μητρώο Εθελοντών με τη διαδικασία και μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται.
Οι μεταβολές του κλίματος και η αυξανόμενη ένταση και έκταση των περιστατικών είναι οι βασικοί λόγοι που καθιστούν τη χρησιμοποίηση του εθελοντικού δυναμικού επιτακτική ανάγκη. Σε απομακρυσμένες περιοχές όπως είναι οι ορεινές και οι νησιωτικές ο ρόλος των εθελοντών δασοπροστασίας είναι σημαντικός καθώς ενισχύουν τις λιγοστές συνήθως πυροσβεστικές δυνάμεις.
Κατά τη διάρκεια της αντιπυρικής περιόδου, δράσεις που αφορούν τη συμμετοχή των εθελοντικών οργανώσεων στην επιτήρηση των δασών και των δασικών εκτάσεων για επισήμανση πυρκαγιών, προσδιορίζονται σε συνεδριάσεις των Συντονιστικών Οργάνων Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ) των Περιφερειακών Ενοτήτων που πραγματοποιούνται στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου. Οι δράσεις αυτές καθορίζονται από το Πυροσβεστικό Σώμα και γίνονται για λόγους υποστήριξης του έργου του.
Σε περιπτώσεις εκτάκτων αναγκών λόγω δασικών πυρκαγιών οι εθελοντικές οργανώσεις που είναι ενταγμένες στο μητρώο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας και διέπονται από τα προβλεπόμενα στο Ν.3013/2002 (όπως αυτός έχει τροποποιηθεί και ισχύει με το Ν.4249/14), μπορούν να αναλαμβάνουν δράσεις πολιτικής προστασίας προς υποβοήθηση του έργου των Περιφερειών και των Δήμων, όπως αυτό προσδιορίζεται στις παραγράφους 4.2.5 και 4.1.5 του παρόντος αντίστοιχα.
Τονίζεται ότι οι δράσεις των εθελοντικών οργανώσεων που είναι ενταγμένες στο μητρώο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας καθορίζονται στην απόφαση ένταξής τους και ότι για να είναι ουσιαστική η προσφορά τους, πρέπει οι δράσεις που αναλαμβάνουν να αποτελούν μέρος των επιχειρησιακών αναγκών που καθορίζονται μέσα από τα Συντονιστικά Όργανα Πολιτικής Προστασίας (ΣΟΠΠ) των Περιφερειακών Ενοτήτων ή τα Συντονιστικά Τοπικά Όργανα (ΣΤΟ) των Δήμων. Ο συντονισμός των εθελοντικών ομάδων που αναλαμβάνουν δράσεις, όπως αυτές έχουν προσδιοριστεί σε συνεδριάσεις του ΣΟΠΠ, γίνεται από τη Διεύθυνση Πολιτικής Προστασίας της Περιφέρειας, ή από το Τμήμα Πολιτικής Προστασίας της οικείας Περιφερειακής Ενότητας, εφόσον έχει εξουσιοδοτηθεί για τον σκοπό αυτό. Υπενθυμίζεται ότι βάσει του άρθρου 119 παρ.2 του Ν.4249/2014, οι ενταγμένες Εθελοντικές Οργανώσεις Πολιτικής Προστασίας παραμένουν στο καθεστώς που ίσχυε έως ότου ολοκληρωθεί η πιστοποίηση και ένταξη στο Μητρώο Εθελοντών με τη διαδικασία και μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στις παρ. 3 και 4 του ιδίου άρθρου.
Σε ότι αφορά θέματα ασφαλιστικής κάλυψης και αστικής ευθύνης των Εθελοντικών Οργανώσεων Πολιτικής Προστασίας, αναφορικά με την εφαρμογή του άρθρου 118 (14Ι) του Ν. 4249/2014 (ΦΕΚ 73 Α΄), το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) γνωμοδότησε ότι: Η διάταξη του άρθρου 118 (14Ι) του Ν. 4249/2014 (ΦΕΚ 73 Α΄) έχει άμεση νομική ισχύ για τους ήδη ενταγμένους εθελοντές, ως προς την ασφαλιστική κάλυψη και την αστική ευθύνη αυτών.
Περιορισμός και αντιμετώπιση εδαφικής διάβρωσης και των επιπτώσεών της
Η διάβρωση (erosion), μαζί με την ιζηματαπόθεση (sedimentation), συνιστούν μια συνολική διαδικασία η οποία αφορά στη μετακίνηση στερεών σωματιδίων (ιζημάτων), εμπλέκοντας τις διεργασίες της διάβρωσης, της μεταφοράς και της απόθεσης αυτών των σωματιδίων. Γενικά, η διάβρωση, η στερεομεταφορά/στερεοαπορροή και η ιζηματαπόθεση, ως φυσικές διεργασίες, έχουν διαμορφώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το σημερινό ανάγλυφο και τα τοπία της Γης. Ο ρυθμός με τον οποίο η διάβρωση, ειδικότερα, διαμορφώνει το γήινο ανάγλυφο είναι προοδευτικός. Ωστόσο, η ενεργός παρουσία ενός παράγοντα ή συνδυασμού των παραγόντων που καθορίζουν τη διάβρωση, ήτοι: κατακρημνίσματα, γεωλογικό υπόβαθρο, κλίση εδάφους, σύσταση εδάφους, είδος φυτικής κάλυψης και χρήσεις γης, δυνητικά επιταχύνουν την εξέλιξη της διάβρωσης.
Συνέπειες εδαφικής διάβρωσης
Μία από τις βασικές συνέπειες της επιταχυνόμενης εδαφικής διάβρωσης είναι η υποβάθμιση των εδαφών (soil degradation), τόσο σε όρους ποιότητας (πχ. απόπλυση θρεπτικών συστατικών των φυτών, πτώση γονιμότητας και παραγωγικότητας εδάφους), όσο και σε όρους μειωμένης παροχής και απόδοσης οικοσυστημικών υπηρεσιών (ecosystem services), χρήσιμων για τους ανθρώπους και για την προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος. Συνολικά, λοιπόν, η εδαφική απώλεια λόγω της εδαφικής διάβρωσης συνιστά απειλή με άμεση επίδραση στις ανθρώπινες κοινωνίες (πχ. επισιτιστική επισφάλεια), ενώ ταυτόχρονα επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα και στην αειφορία των καλλιεργειών και των φυσικών οικοσυστημάτων, υποβαθμίζει την ποιότητα του περιβάλλοντος και επιφέρει απώλεια της βιοποικιλότητας.
Εκτός από τις επί τόπου (on-site) συνέπειες που σχετίζονται με την απώλεια του εδαφικού καλύμματος και την υποβάθμιση της γης, προκαλούνται και «έμμεσες», απομακρυσμένες (off-site) επιπτώσεις από τη μεταφορά και απόθεση των φερτών υλικών. Η μεταφορά ιζημάτων (στεροαπορροή/στερεομεταφορά) σε επιφανειακά υδατικά σώματα διαταράσσει την ισορροπία και υποβαθμίζει την ποιότητα των αντίστοιχων οικοσυστημάτων, «μολύνοντάς» τα με χημικές ουσίες από λιπάσματα (νιτρικά και φωσφορικά) και παρασιτοκτόνα που περιέχονται στα σωματίδια των ιζημάτων. Στις έμμεσες συνέπειες της υδατικής διάβρωσης επίσης συγκαταλέγεται η προσάμμωση (siltation) καναλιών, φραγμάτων και ταμιευτήρων που οδηγεί στη μειωμένη δυνατότητα αποθήκευσης νερού και λειτουργικότητά τους, στην αύξηση του κόστους συντήρησης των φραγμάτων, καθώς και στην ελάττωση του χρόνου ζωής των ταμιευτήρων. Συνολικότερα, ο όρος «λασπο-πλημμύρα» ή λασπώδης κατάκλυση (muddy-flooding), ο οποίος περιγράφει την υδατοαπορροή και στερεοαπορροή στα κατερχόμενα/χαμηλότερα τμήματα, συμπεριλαμβάνει όλες τις έμμεσες επιπτώσεις της υδατικής διάβρωσης που οδηγούν στην πρόκληση φθορών, ζημιών ή και καταστροφών σε υδάτινες οδούς, σε ιδιοκτησίες, καθώς και σε κατασκευές και υποδομές, όπως κατοικίες, δρόμους και φράγματα.
Οι ορεινές περιοχές είναι οι πλέον ευάλωτες στο πρόβλημα της εδαφικής απώλειας. Πιο συγκεκριμένα, στις απότομες κλιτύες των ορεινών και λοφωδών εκτάσεων της Ελλάδας, τα εδάφη είναι μικρού βάθους, φτωχά σε θρεπτικά συστατικά και υπερβολικά διαβρωμένα (Lithosols), οπότε είναι εν γένει ακατάλληλα για καλλιέργεια. Η δε αυξημένη επενέργεια της υδατικής διάβρωσης υπό την παρουσία ευδιάλυτων λιθολογικών υποβάθρων σε αυτές τις εκτάσεις επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από ακατάλληλες καλλιεργητικές πρακτικές και, γενικότερα, από μη αειφόρες πρακτικές διαχείρισης του εδάφους.
Επίδραση κλιματικής αλλαγής στην επιτάχυνση του κινδύνου της εδαφικής διάβρωσης
Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να έχει επιπτώσεις στη χωρική επέκταση, τη συχνότητα, αλλά και την ένταση της εδαφικής διάβρωσης, μέσω μιας πληθώρας τρόπων. Γενικά, αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να είναι άμεσες και να σχετίζονται με τα κατακρημνίσματα (μεταβολές στις ποσότητες των βροχοπτώσεων) και τη διαβρωτική δράση τους, ή έμμεσες και να σχετίζονται με το νέο κλιματικό καθεστώς, κυρίως διαμέσου της ανόδου της θερμοκρασίας, κάτι που αποτυπώνεται σε μεταβολές στη φυτό-κάλυψη (βλάστηση) αλλά και στην εδαφική υγρασία. Στις πιο «απομακρυσμένα» έμμεσες επιπτώσεις εντάσσονται οι υιοθετούμενες καλλιεργητικές πρακτικές (πχ. μεταβολή περιόδων σποράς και θερισμού ή καλλιεργητικών ποικιλιών) ως αποκρίσεις στις μεταβολές βροχοπτώσεων.
Στην κατεύθυνση της πληρέστερης κατανόησης της συμβολής της κλιματικής αλλαγής στην επιταχυνόμενη διάβρωση, θα πρέπει να υπεισέλθει και ο παράγοντας των δασικών πυρκαγιών. Πέραν των βασικών παραγόντων της θερμοκρασίας και των κατακρημνίσεων, παράγοντες όπως η σχετική υγρασία, οι νεφώσεις, το ανεμολογικό καθεστώς κλπ. πρόκειται να μεταβληθούν στο γενικότερο συγκείμενο της κλιματικής αλλαγής, επιφέροντας τροποποίηση των ακραίων συμβάντων. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται μια σημαντική αύξηση των προκαλούμενων από κεραυνούς πυρκαγιών (lighting fires), με ακόμη μεγαλύτερη συνεπαγόμενη αύξηση της πληττόμενης εδαφικής επιφάνειας.
Η ευρύτερη περιοχή του δήμου χαρακτηρίζεται από ένα πολυσχιδές ανάγλυφο, που αποτυπώνεται όχι μόνο στις ψηλές βουνοκορφές και τις έντονες κλίσεις της περιοχής, αλλά και στο πυκνό υδρογραφικό δίκτυο. Ψηλά βουνά (τμήματα της οροσειράς της Β. Πίνδου) απλώνονται γύρω της, όπως ο Λάκμος ή Περιστέρι (2295 μ.) νότια, το Μαυροβούνι (2159 μ.) βόρεια, η Τσούκα Ρόσα (υψ. 1987 μ.) βορειοδυτικά και τα βουνά του Ζυγού (υψ. 1746 μ.) ανατολικά. Οι πεδινές εκτάσεις της περιοχής είναι ελάχιστες και βρίσκονται -κατά κύριο λόγο- κατά μήκος του Μετσοβίτικου ποταμού, αλλά και στα μικρά οροπέδια των περιοχών Μετσόβου και Μηλιάς, που χρησιμοποιούνται σαν βοσκότοποι. Τα υπόλοιπα τμήματα της περιοχής καλύπτονται από πυκνά δάση - μεγάλες δασικές εκτάσεις φυλλοβόλων και κωνοφόρων δέντρων.
Εικόνα 20. Η εδαφική απώλεια στο Δήμο Μετσόβου
Για την πληρέστερη προσαρμογή των μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης της απώλειας εδαφικού υλικού λόγω διάβρωσης θα προταθούν διαφορετικά μέτρα για 2 κύριες υψομετρικές ζώνες. Η μεν πρώτη αφορά ζώνες με υψόμετρο έως 1400μ, όπου απαντάται η γεωργία σαν δραστηριότητα. Η δεύτερη αφορά υψόμετρα μεγαλύτερα των 1400μ, όπου και απαντάται επί το πλείστων η ορεομεσογειακή ζώνη με φυλλοβόλα είδη όπου οι χειμώνες καθίστανται δριμύτεροι, τα καλοκαίρια δροσερότερα και οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και κατανέμονται κανονικότερα κατά τη διάρκεια του έτους. Στην περιοχή του Μετσόβου, στη ζώνη αυτή, βρίσκουμε δάση μαύρης πεύκης, δάση ελάτης, δάση οξιάς (Fagus spp.) και δάση με ρόμπολο (Pinus heldreichii). Στη δεύτερη υψομετρική ζώνη ανήκει και η ανωδασική ζώνη, η οποία εμφανίζεται στα ψηλά βουνά, σε υψόμετρα στα οποία πλέον οι κλιματικές συνθήκες καθίστανται τόσο δριμείες που η παρουσία του δάσους καθίσταται απαγορευτική. Στη ζώνη αυτή από την πλευρά της βλάστησης κυριαρχούν χαμηλοί θάμνοι και ποώδη φυτά.
Οι τεχνικές προστασίας του εδάφους αφορούν κυρίως σε μέτρα πρόληψης και αντιμετώπισης της διάβρωσης. Αυτό συμβαίνει διότι η διάβρωση ευθύνεται για την υποβάθμιση του εδάφους (απώλεια του εδαφικού όγκου) και επίσης ενεργοποιεί και εντείνει τη διαδικασία της ερημοποίησης. Μεταξύ των τεχνικών προστασίας που στοχεύουν στην καλύτερη προσαρμογή του συντελεστή Ρ στην εξίσωση Rusle, οι πλέον συνήθεις στην πρώτη ζώνη με υψόμετρο έως 1400μ είναι:
Αναβαθμίδες
Οι αναβαθμίδες ή πεζούλες είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες στο Μεσογειακό τοπίο και απαντώνται ιδιαίτερα στα νησιά (Μάλτα, Σικελία, Κύπρος, Νήσοι Βαλεαρίδες, Νησιά Αιγαίου) και στις ορεινές περιοχές όπου οι κλίσεις είναι μεγάλες . Αυτά τα πέτρινα τοιχώματα χρησιμοποιούνται κυρίως για να οριοθετήσουν τα αγροτεμάχια που κληροδοτήθηκαν από τους αγρότες στα παιδιά τους, για να καθαρίσουν τη γη από πέτρες, για να καταστεί δυνατή η γεωργία σε πλαγιές, όπου η κλίση και το βάθος του εδάφους θα εμπόδιζαν κανονικά την καλλιέργεια και για να αποτρέψουν τη διάβρωση του εδάφους. ειδικά σε λοφώδεις περιοχές μειώνοντας το μήκος του πρανούς και τη ταχύτητα της επιφανειακής ροής. Αποτελούνται από μία σειρά από επίπεδες ή σχεδόν επίπεδες πλατφόρμες οι οποίες είναι κατασκευασμένες κατά μήκος ισοϋψών καμπυλών με κατάλληλες ενδιάμεσες αποστάσεις, και γενικά στηρίζονται από πέτρινους τοίχους. Η κυριαρχία τους στη Νότια Ευρώπη συνδέεται επίσης με τη διαθεσιμότητα των λίθων στο έδαφος (Poesen et al., 1994; Panagos et al., 2014c).
Εικόνα 21. Αναβαθμίδες σε ορεινή περιοχή.
Περιθώρια γρασιδιού – margin grass
Οι ακαλλιέργητες λωρίδες γρασιδιού στα περιθώρια του χωραφιού ορίζονται ως λωρίδες κυρίως καλλιεργήσιμης γης με βλάστηση που κυριαρχείται από χόρτα ή βότανα. Τα περιθώρια γρασιδιού καταγράφονται στη βάση δεδομένων LUCAS όταν το πλάτος τους είναι μεταξύ 1 και 3 m και το μήκος υπερβαίνει τα 20 m (LUCAS, 2013). Τα περιθώρια γρασιδιού βρίσκονται κυρίως στην άκρη των χωραφιών, ανάμεσα σε καλλιεργούμενες περιοχές ή συνορεύουν με δρόμους (άκρη του δρόμου). Τα περιθώρια του γρασιδιού μπορούν να είναι αυθόρμητα ή να φυτεύονται και τα διαχειρίζονται οι αγρότες. Η πρακτική αυτή εμποδίζει τη απορροή, επηρεάζει τη διείσδυση, παγιδεύει τα ιζήματα και μειώνει τη μεταφορά των φερτών υλών.
Εικόνα 22. Περιθώρια γρασιδιού
Άροση ανά ισοϋψείς
Η καλλιέργεια κατά μήκος των ισοϋψών καμπυλών είναι μια συγκεκριμένη υποστηρικτική πρακτική που εφαρμόζεται μόνο στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν περίπου το 25,2% της συνολικής έκτασης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα περιλαμβάνουν την εκτέλεση δραστηριοτήτων στους αγρούς, όπως άροση, αυλάκωμα και φύτευση κατά μήκος των ισοϋψών καμπυλών. Με αυτή την πρακτική επιδιώκεται η κατακράτηση νερού μέσα στον επιφανειακό εδαφικό ορίζοντα και η επιβράδυνση της ταχύτητας απορροής, παρέχοντας χρόνο για την απορρόφησή του νερού από το έδαφος. Εφαρμόζεται σε κλίσεις πρανών πάνω από 10%.
Εικόνα 23. Άροση ανά ισοϋψείς
Μείωση οργώματος
Η μείωση του οργώματος επιτρέπει στα υπολείμματα των καλλιεργειών να παραμένουν στο έδαφος αντί να οργώνονται στο τέλος μιας σεζόν. Το όφελος από τη μη άροση στο τέλος της καλλιέργειας είναι μη η διακοπή της δομής του εδάφους, το οποίο αφήνει περισσότερα υπολείμματα στην επιφάνεια έτσι ώστε το έδαφος να αντέχει σε αντίξοες καιρικές συνθήκες έντονης βροχόπτωσης και ισχυρού ανέμου. Αυτό επιτρέπει επίσης στις καλλιέργειες να διασπώνται φυσικά στο έδαφος. Το έδαφος παραμένει ασφαλές στη θέση του, η εξάντληση των θρεπτικών ουσιών περιορίζεται στο ελάχιστο και το εύφορο ανώτερο έδαφος προστατεύεται περισσότερο από τη διάβρωση.
Εικόνα 24. Μείωση οργώματος
Στα μεγαλύτερα υψόμετρα, άνω των 1400μ προτείνονται μέτρα για την αντιμετώπιση της αξονικής διάβρωσης των κοιτών στα ορεινά και τη συγκράτηση των παραγόμενων φερτών υλών με την εφαρμογή ορεινών υδρονομικών έργων, που περιλαμβάνουν συνδυασμό τεχνικών, φυτοτεχνικών και αγροτεχνικών έργων. Τα έργα αυτά είναι απαραίτητα για την αποτελεσματική λειτουργία των πεδινών αντιπλημμυρικών έργων.
Από τον ορεινό χώρο, εξ αιτίας των ρεόντων υδάτων, αποσπώνται και μεταφέρονται προς τα πεδινά και στη θάλασσα 86.000.000 m3 το χρόνο (Κωτούλας Δ., 2001). Η συνεχής αποκομιδή φερτών υλικών από τις λεκάνες απορροής των ρευμάτων οδηγεί στην υποβάθμισή τους και την αγονοποίηση των περιοχών αυτών, με αποτέλεσμα να μη είναι δυνατή η επανεγκατάσταση της δασικής βλάστησης, λόγω απώλειας του δασικού εδάφους, αλλά και καμιά άλλη δραστηριότητα. Εκείνο που απομένει είναι άγονες, βραχώδεις περιοχές "ωσάν νοσήσαντος σώματος οστά" κατά τη ρήση του Πλάτωνα.
Έργα αναβαθμών και αργολιθοδομής
Προτείνεται η κατασκευή φραγμάτων βάρους, ύψους περίπου 2μ από σκυρόδεμα, σε θέσεις όπου είναι δυνατή η πρόσβαση χωρίς περαιτέρω διανοίξεις εργοταξιακών δρόμων ή και αναβαθμούς από συρματόπλεκτα κιβώτια με ξερολιθιές-λίθους (σαρζανέτ), τα οποία θα προέρχονται κατά προτεραιότητα από το χώρο κατασκευής και τα υπόλοιπα εκ μεταφοράς από νομίμως λειτουργούντα λατομεία της ευρύτερης περιοχής και κατασκευή μικρών λιθοφραγμάτων σε μικρές χαραδρώσεις για την αποτροπή της αξονικής διάβρωσης και τη συγκράτηση φερτών υλών
Εικόνα 25. Φράγμα βάρους από σκυρόδεμα
Εικόνα 26. Αναβαθμοί από σαρζανέτ
Ξύλινα φράγματα
Είναι κατασκευές από ξυλεία κατεργασμένη ή ακατέργαστη και κατασκευάζονται συνήθως σε κοίτες μικρών ρεμάτων, όπου δεν υπάρχουν μεγάλες ποσότητες φερτών υλικών. Για την επιλογή του σημείου κατασκευής των ξύλινων φραγμάτων λαμβάνονται υπόψη:
- διατομή: επιλέγεται να είναι στενή με εκατέρωθεν γαιώδη πρανή
- υλικό κατασκευής: επιλέγεται κορμοξυλεία με ανθεκτικότητα στη διαβροχη, τη θλίψη και τον εφελκυσμό. Προτιμάται δασοπονικό είδος της περιοχής
Κατά την κατασκευή οι κορμοί τοποθετούνται κάθετα προς τον άξονα της ροής του ρέματος και τα άκρα τους εμπήγνυνται στα εκατέρωθεν πρανή όπως στην εικόνα 3.8
Εικόνα 27. Ξύλινα φράγματα
Επισημαίνεται ότι λόγω του υλικού κατασκευής (φυσική ξυλεία) τα εν λόγω φράγματα συνήθως απαιτούν συχνότερη εποπτεία/συντήρηση.
Στην περίπτωση του Δήμου Μετσόβου προτείνεται η κατασκευή ξυλοφραγμάτων με ενίσχυση από ξερολιθιές – σαρζανέτ.
Τεχνικές προδιαγραφές κατασκευής ξυλοφραγμάτων
1. Γενική Περιγραφή
Αφορά την τοποθέτηση στις μικροχαραδρώσεις, όπου αναμένεται χειμαρρικό πρόβλημα, μικρών ξυλοφραγμάτων με ειδική κατασκευή και τρόπο, για την τμηματική στερέωση της κοίτης, τη μείωση της ταχύτητας του νερού και της συρτικής του δύναμης και τέλος τη μερική (διαλογική) συγκράτηση φερτών υλών.
2. Υλικά
Όλα τα υλικά για την κατασκευή θα τελούν υπό την έγκριση της Υπηρεσίας. Το σύρμα για την πρόσδεση και στερέωσή τους θα είναι γαλβανισμένο, διαμέτρου 3 mm και το συρματόσχοινο αντιστήριξης διαμέτρου 5-8 mm, η δε ποιότητα και διάμετρός του θα επιλέγεται από την Υπηρεσία. Το συρματόπλεγμα, τα καρφιά, οι λάμες, οι κασονόβιδες, τα συρματόσχοινα, ή άλλα υλικά προέρχονται από την τοπική αγορά.
3. Διαστάσεις
- Τα ξυλοφράγματα είναι της κατηγορίας των 4,0 m μήκους, ύψους 1,0 m, με διάρρου μήκους 1,00 m και ύψους 0,40 m.
- Οι διαστάσεις του ξυλοφράγματος φαίνεται αναλυτικά στα επισυναπτόμενα σχέδια. Ειδικότερα, το ξυλόφραγμα κατασκευάζεται με πασσάλους καστανιάς ελάχιστης διαμέτρου 0,20 m, πακτωμένους στην κοίτη και τα πρανή με ξύλινες σφήνες και πέτρες. Τα οριζόντια στοιχεία του αποτελούνται και αυτά από ξυλεία καστανιάς μέσης διαμέτρου τουλάχιστον 0,20 m. Στην κατάντη πλευρά του ξυλοφράγματος στερεώνεται κατάλληλα οριζόντια δοκός από ξυλεία καστανιάς στο ύψος του διάρρου, ελάχιστης διαμέτρου 0,20 m, πακτωμένη στα πρανή με ξύλινες σφήνες και πέτρες.
- Οι ξύλινοι πάσσαλοι και η λοιπή ξυλεία της καστανιάς θα είναι άφλοιοι στα σημεία πάκτωσης ή στερέωσης, πισσαρισμένοι επαρκώς. Το βάθος στερέωσης των πασσάλων είναι 0,70 m και της οριζόντιας δοκού 0,50 m και ακτινωτά θα φέρουν καρφιά για την καλύτερη πάκτωση.
- Οι πάσσαλοι στερέωσης τοποθετούνται ανά 0,90 m.
- Το συρματόσχοινο είναι διαμέτρου 5-8mmκαι το σύρμα πρόσδεσης διαμέτρου 3 mm και γαλβανισμένο.
- Το ύψος του συρματόπλεκτου κιβώτιου κατάντη είναι 0,25 m, το μήκος του 2,00 m και το πλάτος του ίσο με το πλάτος της κοίτης
4. Τρόπος κατασκευής
Σε γενικές γραμμές ακολουθείται η παρακάτω σειρά:
- Επιλέγεται ο ακριβής χώρος που θα τοποθετηθούν τα ξυλοφράγματα και χαράσσεται η γραμμή τους επί της διατομής.
- Απομακρύνονται οι φερτές ύλες, διαμορφώνεται και ομαλοποιείται η διατομή της κοίτης.
- Ανοίγονται οπές βάθους 0,70 m ανά 0,90 m σε όλο το μήκος της διατομής και τοποθετούνται -στερεώνονται με σφήνες οι πάσσαλοι αφού πισσαρισθούν και καρφωθούν καρφιά ακτινωτά σε όλο το μήκος της πάκτωσης.
- Στερεώνονται οι οριζόντιοι κορμοί, επί των πασσάλων, με σύρμα γαλβανισμένο. Κατά τη στερέωση των κορμών, λαμβάνεται πρόνοια, ώστε τα κενά μεταξύ των επαλλήλως τοποθετημένων κορμών, να ανέρχονται στο 20% περίπου της μετωπικής επιφάνειας του ξυλοφράγματος, εν ίδει υδατοχετών. Ακολουθεί η οριζόντια δοκός στα κατάντη.
- Προσδένεται με γαλβανισμένο σύρμα η οριζόντια δοκός στο κάταντες άκρο της στέψης του ξυλοφράγματος, στερεώνεται με αντηρίδες από συρματόσχοινο σε απόσταση 3,0 -5,0 m σε δύο σταθερά σημεία έξω από την κοίτη και πακτώνεται στα πρανή με ξύλινες σφήνες και πέτρες, αφού πισσαρισθεί και καρφωθούν καρφιά ακτινωτά σε όλο το μήκος της πάκτωσης. Για την στήριξη με αντηρίδες χρησιμοποιούνται δύο πάσσαλοι μήκους 1,20 m και ελάχιστης διαμέτρου 0,20 m οι οποίοι πακτώνονται και σταθεροποιούνται με ξύλινες σφήνες και πέτρες σε βάθος 0,70 m εντός διανοιχθείσας οπής σε σταθερό έδαφος, η οποία πληρούται με καλά συμπιεσμένο χώμα, αφού πισσαρισθούν και καρφωθούν καρφιά ακτινωτά σε όλο το μήκος της πάκτωσης. Σε περίπτωση που στην απαιτούμενη απόσταση αντιστήριξης υπάρχουν πρέμνα, τότε χρησιμοποιούνται αυτά αντί των πασσάλων.
- Στην κατάντη πλευρά του ξυλοφράγματος, αφού καθαρισθεί η κοίτη σε βάθος 0,20 m και ομαλοποιηθεί η επιφάνειά της, τοποθετείται σε άμεση επαφή με το σώμα του ξυλοφράγματος συρματόπλεκτο κιβώτιο (σαρζανέτ) ύψους 0,25 m, μήκους 2,00 m και πλάτους ί-σου με αυτό της κοίτης, πληρωμένο με θραυστό υλικό λατομείου. Το σαρζανέτ προσδένεται στο σώμα του ξυλοφράγματος με διπλής πλέξης γαλβανισμένο σύρμα έτσι ώστε να αποτελεί ενιαίο σώμα με το φράγμα.
Εικόνα 28. Πρόσοψη ξυλοφράγματος
Εικόνα 29. Κάτοψη ξυλοφράγματος
Εικόνα 30. Τομή ξυλοφράγματος
Χωροθέτηση ξυλοφραγμάτων
Η ορθή επιλογή των σημείων κατασκευής των ξυλοφραγμάτων είθισται να επιλέγεται κατόπιν επιτόπιου ελέγχου των ρεμάτων - χειμάρων. Παρόλα αυτά σε αυτήν τη μελέτη έγινε προσπάθεια να βρεθούν τα ρέματα στα οποία θα πρέπει να γίνει η κατασκευή των ξυλοφραγματων και στη συνέχεια υπολογίστηκε ο αριθμός τους με την παραδοχή ότι τοποθετείται ένα ξυλόφραγμα ανά 1500 m.
Κατασκευάσαμε το υδρογραφικό δίκτυο του Δήμου Μετσόβου χρησιμοποιώντας εργαλεία του λογισμικού arcmap και το ψηφιακό μοντέλο εδάφους.
Το αποτέλεσμα είναι ένα πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο με πολλούς κλάδους, όπως φαίνεται στην Εικόνα 31.
Εικόνα 31. Ψηφιακό μοντέλο εδάφους και υδρογραφικό δίκτυο
Χρησιμοποιώντας χάρτη χρήσεων γης επιλέχθηκαν οι περιοχές εκείνες οι οποίες είναι πιο ευάλωτες στη διάβρωση. Οι περιοχές αυτές είναι οι άγονες σε μεγάλο υψόμετρο περιοχές με απουσία βλάστησης ή πολύ χαμηλή βλάστηση. Απομονώθηκαν αυτές όπως φαίνεται στην Εικόνα 32 που ακολουθεί.
Εικόνα 32. Χάρτης χρήσεων γης – Corine 2018 και χάρτης με άγονες ή και περιοχές με χαμηλή βλάστηση.
Στη συνέχεια αποκόπηκε το υδρογραφικό δίκτυο όπως παρουσιάζεται στην Εικόνα 33 και υπολογίστηκε το μήκος του υδρογραφικού δικτύου, όπως αυτό φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί.
|
Εικόνα 33. Αποκομένο υδρογραφικό δίκτυο και μήκος υδρογραφικού δικτύου
Επειδή το μήκος του υδρογραφικού δικτύου είναι πολύ μεγάλο αποκόπηκαν οι μικρότεροι κλάδοι του υδρογραφικού δικτύου και τελικά έμειναν οι ακόλουθοι κύριοι κλάδοι με συνολικό μήκος 60km περίπου.
|
Εικόνα 34. Κύριοι κλάδοι υδρογραφικού δικτύου
Εικόνα 35. Κύριοι κλάδοι υδρογραφικού δικτύου σε σχέση με τις χρήσεις γης
Με την παραδοχή ότι κατασκευάζετε ένα ξυλόφραγμα ανά 1,5km, θα χρειαστούν 40 περίπου ξυλογράγματα. Στο χάρτη 6.46 που ακολουθεί φαίνεται το υδρογραφικό δίκτυο με βάση το οποίο έγινε ο υπολογισμός των ξυλοφραγμάτων.
Εικόνα 36. Υδρογραφικό δίκτυο με βάση το οποίο έγινε ο υπολογισμός των ξυλοφραγμάτων.
Η αναδάσωση (φυσική και τεχνητή) ιδιαίτερα μετά από πυρκαγιές συντελεί στον περιορισμό της εδαφικής διάβρωσης. Τα οικοσυστήματα έχουν τη δυνατότητα φυσικής αναγέννησης μετά από μια πυρκαγιά, μερικές φορές όμως είναι απαραίτητες οι τεχνητές επεμβάσεις, όπως π.χ. αναδασώσεις σε απότομες πλαγιές. Επίσης, η αναδάσωση και γενικότερα η αποκατάσταση του τοπίου είναι απαραίτητη σε κάθε επιφανειακή εξόρυξη που εγκαταλείπεται (π.χ. παλιά λατομεία).
- Η διευθέτηση της κοίτης των ορμητικών χειμάρρων
Η διευθέτηση της κοίτης γίνεται προκειμένου να μειωθεί η κλίση του χειμάρρου και επιτυγχάνεται συνήθως με την κατασκευή μικρών διαδοχικών φραγμάτων.
- Βιοκαλλιεργητικές τεχνικές
Οι βιοκαλλιεργητικές τεχνικές, όπως οι καλλιέργειες των επικλινών εδαφών κατά ζώνες (δημιουργία δηλ. εναλλασσόμενων ζωνών καλλιεργειών με τρόπο ώστε αν σε μια ζώνη υπάρχει καλλιέργεια που ευνοεί τη διάβρωση, οι δύο εκατέρωθεν ζώνες να καλύπτονται ή με καλλιέργειες που εμποδίζουν τη διάβρωση ή με φυσική βλάστηση), η αγρανάπαυση (η παρέλευση δηλ. ενός χρονικού διαστήματος κατά το οποίο μια καλλιεργούμενη έκταση δεν υπόκειται σε καλλιέργεια ή σε βόσκηση), η αμειψισπορά (η καλλιέργεια δηλ. κάθε χρόνο φυτών που προσφέρουν στα εδάφη διαφορετικού βαθμού προστασία από τη διάβρωση) τα τεχνητά πρόσκαιρα βοσκοτόπια (εναλλαγή καλλιέργειας και βόσκησης), κ.ά. Οι βιοκαλλιεργητικές τεχνικές αποβλέπουν στη μέγιστη κάλυψη του εδάφους στο χρόνο και στο χώρο και επίσης στη συγκράτηση και την αύξηση των αποθεμάτων της απαραίτητης για τη γονιμότητα του οργανικής ουσίας. Πρόκειται δηλαδή για τεχνικές που επιτυγχάνουν τη συντήρηση και τη βελτίωση του εδάφους.
Αναφορικά με τα τεχνικά έργα κατά τη μελέτη και κατασκευή τους σύμφωνα με πληροφορίες (Πετσίνης Χ., 2016, συστήνονται πρακτικές για τον περιορισμό και την αντιμετώπιση της διάβρωσης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής:
- Εκτοξευμένο σκυρόδεμα Πρόκειται για σκυρόδεμα υψηλής αντοχής το οποίο διαστρώνεται με εκτόξευσή του από ακροφύσιο σε μία επιφάνεια με σκοπό να σχηματίσει μία στρώση. Αποτελείται από τσιμέντο, αδρανή, νερό, πρόσθετα, πρόσμικτα και επιταχυντές πήξης καθώς και ίνες χάλυβα, πολυπροπυλενίου ή γυαλιού σε συγκεκριμένες δοσολογίες.Συνεπώς προκύπτει μία άκαμπτη στρώση σκυροδέματος ικανή να προστατέψει από τη διάβρωση συγκρατώντας έτσι και το έδαφος.
- Γεωσυνθετικά σε συνδυασμό με βλάστηση Συνήθως είναι μέθοδος που εφαρμόζεται σε εδάφη πρανών με μεγάλη κλίση στην προσπάθεια να συγκρατηθεί το έδαφος όπου η φύτευση τουλάχιστον κατά το πρώτο στάδιο δεν μπορεί να διενεργηθεί. Σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται τρισδιάστατα γεωσυνθετικά πλέγματα, βιοδιασπώμενοι τάπητες καθώς και μόνιμοι γεωσυνθετικοί τάπητες.
- Γεωσυνθετικά σε συνδυασμό με βαριά μέτρα προστασίας Σε περίπτωση που η βλάστηση είναι πρακτικά αδύνατη η λύση βρίσκεται σε βαριά και με υψηλό κόστος αντιδιαβρωτικά μέτρα με τα πιο διαδεδομένα από αυτά να είναι οι τρισδιάστατες γεωσυνθετικές κυψέλες που κατασκευάζονται από γεωύφασμα είτε μεταλλικό είτε πολυαιθυλενίου, ζεύγος γεωυφάσματος πληρωμένο με σκυρόδεμα το οποίο συνδέεται σε κατάλληλες διαστάσεις και εξυπηρετεί στην προστασία παρόχθιων και παράκτιων περιοχών ενώ η έγχυση σκυροδέματος γίνεται επιτόπου παρέχοντας μία σχετικά οικονομική λύση για τη θωράκιση του πρανούς.
Εκπαίδευση, ενημέρωση, ευαισθητοποίηση του κοινωνικού συνόλου
Ακολουθώντας τις σύγχρονες επιστημονικές τάσεις που στοχεύουν στην ενεργό συμμετοχή των πολιτών στην ερευνητική διαδικασία και στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων, θεωρείται σκόπιμη η εμπλοκή των κατοίκων του Δήμου Μετσόβου στο προτεινόμενο Σχέδιο Δράσης για την Αντιμετώπιση των Δασικών Πυρκαγιών εξαιτίας της Κλιματικής Αλλαγής.
Η ενημέρωση του κοινού για τη λήψη μέτρων αυτοπροστασίας από κινδύνους που προέρχονται από δασικές πυρκαγιές, γίνεται σε κεντρικό επίπεδο από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Η ενημέρωση του κοινού για θέματα πρόληψης και καταστολής των πυρκαγιών, γίνεται με ευθύνη του Πυροσβεστικού Σώματος (Ν.3013/2002, Ν. 4249/2014)
Περαιτέρω ενημέρωση του κοινού, με βάση τις οδηγίες και το έντυπο υλικό των ανωτέρω, πραγματοποιείται από τις κατά τόπους αρμόδιες Πυροσβεστικές Υπηρεσίες, καθώς και τις αρμόδιες κατά τόπους οργανικές μονάδες Πολιτικής Προστασίας των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, Περιφερειών και Δήμων. Στη διανομή του έντυπου ενημερωτικού υλικού μπορεί να συμμετέχουν και εθελοντικές οργανώσεις που είναι ενταγμένες στο μητρώο της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Το ενημερωτικό υλικό σε ηλεκτρονική μορφή διατίθεται μέσω της ιστοσελίδας της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας (www.civilprotection.gr) και δύναται να αναρτηθεί στις οικείες ιστοσελίδες με σκοπό την ευρύτερη διάδοσή του.
Η ενημέρωση του κοινού, μέσω δελτίων τύπου, για θέματα που συνδέονται με την έκδοση του Χάρτη Πρόβλεψης Κινδύνου Πυρκαγιάς και την κατάταξη μιας περιοχής της χώρας σε κατηγορία πολύ υψηλού κινδύνου, αποτελεί ευθύνη της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας. Ειδικότερα για τις περιοχές που η πρόβλεψη του κινδύνου εκτιμάται από πολύ υψηλή (κατηγορία 4) έως κατάσταση συναγερμού (κατηγορία 5), η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας θα εκδίδει κατά την κρίση της, προειδοποιητικές ανακοινώσεις με κατάλληλες οδηγίες, για ενημέρωση του κοινού που βρίσκεται σε αυτές τις περιοχές, με στόχο την αποφυγή ενεργειών που μπορεί να προκαλέσουν πυρκαγιά από αμέλεια.
Διενέργεια ασκήσεων Πολιτικής Προστασίας για την εκπαίδευση του προσωπικού και την αξιολόγηση της επιχειρησιακής ετοιμότητας των υπηρεσιών του Δήμου έναντι δασικών πυρκαγιών και λοιπών φυσικών καταστροφών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Εγχειρίδιο σχεδιασμού, διεξαγωγής και αποτίμησης ασκήσεων Πολιτικής Προστασίας (ΓΓΠΠ, Μάιος 2009). Απαραίτητη κρίνεται η συνεργασία του Δήμου Μετσόβου με Κεντρικούς Φορείς και ερευνητικά κέντρα με στόχο τη μελέτη και ανάπτυξη Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης για Δασικές Πυρκαγιές και ανάπτυξη μοντέλου εκκένωσης οικισμού.
Ενσωμάτωση της κλιματικής αλλαγής στα αναπτυξιακά σχέδια και στις μελέτες που εκπονούνται για μελλοντικά έργα.
Σήμερα, που η κλιματική αλλαγή αποτελεί το σημαντικότερο παγκόσμιο πρόβλημα, είναι απολύτως απαραίτητη η σύνταξη σύγχρονων κανονισμών εκπόνησης μελετών έργων υποδομής στη χώρα μας, στους οποίους λαμβάνονται υπόψη επαρκώς οι επιπτώσεις της. Επιπλέον, κρίνεται αναγκαία η συμμετοχή των εξειδικευμένων στον σχεδιασμό των έργων υποδομής μηχανικών (μελετητών και ερευνητών), στη διαμόρφωση της πολιτικής, των ενεργειών και των δράσεων που αφορούν την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα έργα υποδομής της χώρας μας.
Είναι προφανές ότι πρέπει πλέον οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής να παίζουν ρόλο στον σχεδιασμό. Επιπλέον, όταν επιθυμούμε να χρηματοδοτηθεί ένα μεγάλο έργο υποδομής στην Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και το Ταμείο Συνοχής, θα πρέπει να τεκμηριώνουμε αναλυτικά ότι το έργο έχει ανθεκτικότητα (resilience) στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις οποίες προσαρμόζεται· και ότι εκπέμπει περιορισμένο όγκο αερίων του θερμοκηπίου. Η τεκμηρίωση αυτή μπορεί να γίνεται και στις τρεις φάσεις της μελέτης ενός έργου υποδομής (προκαταρκτική μελέτη, προμελέτη και οριστική μελέτη) ακολουθώντας τους κανονισμούς σχεδιασμού του, στους οποίους θα πρέπει να προδιαγράφεται επαρκώς η μεθοδολογία διερεύνησης των επιπτώσεων της Κ.Α. Ενδεικτικά, για ένα έργο αντιπλημμυρικής προστασίας με τις επιμέρους συνιστώσες του (αγωγοί, δεξαμενές, αντλίες, υλικά κατασκευής κ.ά.), η μεθοδολογία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη διερεύνηση τουλάχιστον δύο σεναρίων αύξησης θερμοκρασίας (π.χ. 2 και 3 βαθμών Κελσίου στον χρόνο ζωής του έργου). Επιπλέον, ενδείκνυται η εξέταση σειράς εναλλακτικών λύσεων σχεδιασμού, για κάθε μια από τις οποίες εκτιμούμε την αύξηση του κινδύνου από την πλημμύρα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και τρόπους μείωσής του με δομικά έργα (π.χ. αγωγούς μεγάλης διατομής) ή άλλα μέτρα (π.χ. συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης)· τις ποσότητες των αερίων θερμοκηπίου που εκλύονται από τις συνιστώσες του έργου και τρόπους περιορισμού τους (π.χ. με τη χρήση νέων και καινοτόμων υλικών και τεχνολογιών)· και την επιλογή της βέλτιστης λύσης χρησιμοποιώντας ανάλυση κόστους – οφέλους, στην οποία λαμβάνονται υπόψη χαρακτηριστικά που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή. Η ακαδημαϊκή κοινότητα μπορεί να συμβάλει σε αυτήν την προσπάθεια με την εξειδικευμένη έρευνα που πραγματοποιεί για την επιστημονική τεκμηρίωση της εφαρμοζόμενης τεχνολογίας και με τη σχετική εκπαίδευση των αρμόδιων μηχανικών.